Ο Χριστός Παντοκράτωρ, πρώτο μισό του 6ου αιώνα,
Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά
π. Βασίλειος Αργυριάδης
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ακούσαμε για το πώς θα κριθεί ο κόσμος στο τέλος της ιστορίας. Ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει «ἐν τῇ δόξη αὐτοῦ» και όλα τα έθνη θα συναχθούν μπροστά Του. Κι όπως με ένα λόγο Του δημιούργησε καθετί μέσα στον κόσμο, έτσι και τώρα, με ένα λόγο Του θα διαχωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια. Όπως το κοπάδι αναγνωρίζει τον ποιμένα του κι ο ποιμένας γνωρίζει πολύ καλά ένα-ένα τα ζωντανά του, έτσι και ο Υιός του ανθρώπου θα είναι ο Κύριος των πάντων και οι πάντες πλέον θα το γνωρίζουν και θα Τον αναγνωρίζουν.
Στη συνέχεια, η περικοπή μιλάει για την κρίση του Θεού, περιγράφοντας μια σειρά από αναγκεμένους ανθρώπους. Κι αυτή η περιγραφή γίνεται τέσσερις συνεχόμενες φορές. Την πρώτη φορά, ο Υιός του ανθρώπου απευθύνεται στους «εκ δεξιών», τους δικαίους, και τους εξυμνεί για τη στάση τους απέναντι στους πεινώντες, τους διψώντες, τους ξένους, τους γυμνούς, τους ασθενείς και τους φυλακισμένους. Και οι δίκαιοι αποκρίνονται με μια ερώτηση στον Υιό του ανθρώπου —«πότε σε εἴδομεν…;»— και περιγράφουν κι αυτοί την ίδια αλληλουχία ανθρώπινων δεινών.
Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά έχει και ο διάλογος του Υιού του ανθρώπου με τους «εξ ευωνύμων», τους αδίκους. Άλλες δύο φορές και πάλι (μία από τον Κύριο και μία από τους ανθρώπους) γίνεται αναφορά στην πείνα, τη δίψα, την ξενητία, τη γυμνότητα, την ασθένεια και τη φυλακή. Μόνο που εδώ πια, σαν καθρέφτης, ό,τι ήταν πριν δεξιά, τώρα είναι αριστερά — τα ερίφια, οι εξ ευωνύμων, απέτυχαν να παρασταθούν στον αναγκεμένο κάθε φορά άνθρωπο. Κι αυτή τους η αποτυχία τούς οδηγεί μακριά από τον Θεό.
Όλες αυτές οι επαναλήψεις, όλοι αυτοί οι καθρεφτισμοί του ίδιου πράγματος στόχο έχουν να μας υπενθυμίσουν μια βασική αλήθεια: οι άνθρωποι —όλοι οι άνθρωποι— είμαστε ζυμωμένοι με την ανάγκη. Η έλλειψη και η ανάγκη είναι οι βασικές συνιστώσες της ύπαρξής μας, είναι η ίδια η μοίρα μας. Βέβαια, στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες που ζούμε, οι ζωτικές μας ανάγκες δεν είναι πρωτογενείς: σε κανέναν ίσως δεν λείπει ένα πιάτο φαΐ (κι όταν λείπει, βρίσκονται εύκολα δομές που μπορούν να το παράσχουν). Δεν μας λείπει το νερό, δεν είμαστε γυμνοί κοκ. Δεν παύουν όμως να μαστίζουν τις ζωές μας οι ίδιες αυτές ανάγκες και ελλείψεις σε ολότελα διαφορετική ενίοτε μορφή: για κάποιον, πείνα της ζωής του μπορεί να είναι η έλλειψη συντροφικότητας˙ άλλος διψά ίσως για παρηγοριά˙ για άλλον, φυλακή μπορεί να είναι το ίδιο του το σπίτι και ξένος να νιώθει σε κάθε περιβάλλον όπου συναναστρέφεται ανθρώπους. Μάλιστα η ασθένεια, στην παρούσα χρονική συγκυρία, αποτελεί για όλο τον κόσμο την εναργέστερη εικόνα της ανθρώπινης συνθήκης. Το έλλειμμα και η ανάγκη είναι η κοινή μοίρα όλων μας.
Από την άλλη πλευρά, οι πλησίον, οι «αδελφοί οι ελάχιστοι», κατά το γλωσσάρι της σημερινής περικοπής, δηλαδή όλοι οι συνάνθρωποί μας, ακόμα και οι πιο παραγκωνισμένοι, αποτελούν το χρέος και το καθήκον μας. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου… αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Αυτά είναι λόγια του Κυρίου στο Κατά Μάρκον ευαγγέλιο (12,29-31). Και στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο μάς διευκρινίζει πως πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, θρησκείας, εθνικότητας, ή όποιας άλλης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης. Χρέος μας διαρκές είναι ο κάθε διπλανός μας: αυτός που πεινά, αυτός που διψά, αυτός που βρίσκεται ξένος ανάμεσα σε ξένους, αυτός που στέκει γυμνός ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτός που ασθενεί ή ζει τη ζωή του κλεισμένος σε φυλακές.
Κατά συνέπεια, όταν ακούμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή να γίνεται αναφορά «ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», το μυαλό μας πηγαίνει αυτονόητα στον πλησίον. Κι είναι πράγματι έτσι. Αλλά όλες αυτές οι αναφορές της ευαγγελικής περικοπής στα δεινά και τα παθήματα των ανθρώπων, μας δίνουν να καταλάβουμε πως «αδελφοί ελάχιστοι» του Χριστού είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, γιατί όπως είπαμε, μοίρα κοινή όλων των ανθρώπων είναι η έλλειψη και η ανάγκη. Στο πρόσωπο των «αδελφών, των ελαχίστων» μπορούμε να δούμε το πρόσωπο το δικό μας και το πρόσωπο του διπλανού μας. Την κοινή μας μοίρα και το κοινό μας χρέος.
Όμως η σημερινή περικοπή μας λέει και κάτι άλλο: ο Υιός του ανθρώπου δεν είναι μόνο ο εξωτερικός κριτής που έφτιαξε τον κόσμο και τώρα ήρθε να τον κρίνει. Αλλά είναι κάποιος που ταύτισε και το δικό Του πρόσωπο με το πρόσωπο κάθε ανθρώπου. «Εφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Πλέον στο πρόσωπο των ελάχιστων αδελφών δεν υπάρχει μονάχα το πρόσωπο το δικό μας και το πρόσωπο του κάθε πλησίον, δεν υπάρχει μονάχα οι κοινή μας μοίρα και το κοινό μας χρέος, αλλά έχει σκηνώσει εκεί και το πρόσωπο του Κυρίου. Αυτός είναι που ανέλαβε την κοινή μας μοίρα και καθιστά εφικτή την εκπλήρωση του κοινού μας χρέους. Αυτός είναι που ανέλαβε την ανθρώπινη σάρκα και πείνασε όπως όλοι μας, δίψασε, ξενιτεύτηκε βρέφος ακόμα στην Αίγυπτο, απειλήθηκε, εκδιώχθηκε, έζησε μη έχοντας «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,19). Αυτός είναι που δοκίμασε την ανθρώπινη συνθήκη σε όλη της την έλλειψη και την ανάγκη, και σήκωσε την ασθένειά της μέχρι το ακρότατο σημείο της, τον σταυρό και τον ίδιο τον θάνατο, για να τον αναποδογυρίσει και να τον κάνει Ανάσταση και ζωή αιώνια. Κι έτσι η ανθρώπινη συνθήκη μπορεί να έχει για μοίρα της την ανάγκη, αλλά δεν είναι πλεόν έρμαιο της ανάγκης. Το ανθρώπινο έλλειμμα έγινε δοχείο του θεϊκού πληρώματος. Επειδή ο Χριστός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, μπορούμε να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματός Του και να ζει μέσα μας ο Χριστός. Και ζώντας μαζί με τον Χριστό, το κοινό μας έλλειμα, γίνεται ζωή και πλήρωμα. Το κοινό μας χρέος, το άνοιγμά μας στις ανάγκες του αδελφού, καθίσταται εκπληρώσιμο, γιατί «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4,13). Μπορώ να είμαι για τον άλλο πλησίον, γιατί έχω για εαυτό τον Χριστό — σύσωμος και σύναιμος μαζί Του.
Ο ελάχιστος αδελφός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι ένα μυστήριο. Στο πρόσωπό του ενυπάρχει το πρόσωπό μου, το πρόσωπο του πλησίον και το πρόσωπο του Χριστού — η μοίρα μας, το χρέος κι ο Χριστός. Στη Σαρακοστή που πλησιάζει θα προσπαθήσουμε και πάλι κάτι από αυτό το μυστήριο να αντιληφθούμε, πιο πολύ ίσως να το ζήσουμε και λιγότερο να το κατανοήσουμε. Θα εντείνουμε την προσωπική άσκηση (τη νηστεία και την εγρήγορση απέναντι στις ανάγκες του αδελφού). Θα αυξήσουμε τον χρόνο που αφιερώνουμε στην προσευχή, ο καθένας κατά τα μέτρα και τις δυνατότητές του. Θα προσπαθήσουμε με όλα αυτά να δώσουμε χώρο μέσα μας στο μυστήριο του Χριστού, με την ελπίδα να μας αξιώσει να νιώσουμε την κοινή μας μοίρα, όχι ως ανθρώπινο έλλειμμα αλλά ως θεϊκό πλήρωμα. Κι ίσως έτσι αρχίσουμε να εκπληρώνουμε το χρέος μας στον πλησίον, όχι μόνο διότι θα βλέπουμε στο πρόσωπό του τον Χριστό, αλλά και διότι Εκείνος θα μας ενισχύει «εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει» (Β´ Κορ. 1,5).