Γιαννουλάτος Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας

•    Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας (1992 ἑξ.) Ἀναστάσιος (Γιαννουλᾶτος) εἶναι Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1991 ἑξ.) καί Ἐπίτιμο Μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθη-νῶν (2005 ἑξ.). Ἐπίσης Ἐπίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας ἤ Φιλοσοφίας 19 Πανεπιστημίων, Πανεπιστημιακῶν Σχολῶν ἤ Τμημάτων (Ἑλλάδος, Η.Π.Α., Ρουμανίας, Κύπρου, Γεωργίας, Ἀλβανίας, Ἰταλίας).

•    Γεννήθηκε στόν Πειραιά, 4 Νοεμβρίου 1929. Ἀριστοῦχος πτυχιοῦχος καί διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Σπούδασε Θρησκειολογία, Ἱεραποστολική καί Ἐθνολογία στά Πανεπιστήμια Ἁμβούργου καί Μαρβού-ργου τῆς Γερμανίας ὡς μεταπτυχιακός ὑπότροφος τοῦ Ἱδρύματος Alexander von Humboldt. Ὁμιλεῖ ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά· διαβάζει λατινικά, ἰταλικά, ἱσπανικά, ἀλβανικά.

•    Μελέτησε τό Ἰσλάμ, τόν Βουδδισμό, τόν Ταοϊσμό, τόν Κομφουκιανισμό καί τά Ἀφρικανικά Θρησκεύματα, σέ χῶρες ὅπου ἀκμάζουν αὐτές οἱ θρησκεῖες.

•    Διετέλεσε Καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθη-νῶν (1972-91), Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς (1982-86) καί Ἀντεπιστέλλον Μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1993-2005).

•    Συγγραφέας 24 βιβλίων καί πλέον τῶν 200 μελετῶν καί ἄρθρων θεολογικοῦ ἤ θρησκειολογικοῦ περιεχομένου (βλ. σελ. 271-279 παρόντος βιβλίου). Ἔργα του ἔχουν μεταφρασθεῖ σέ 17 γλῶσσες.

•    Χειροτονήθηκε διάκονος (1960), πρεσβύτερος (1964) καί Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης (1972) γιά τή θέση τοῦ Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (1972-1991).

•    Πρωτοστάτησε στή σύγχρονη ἀναζωπύρωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς. Ὡς Τοποτηρητής τῆς Μητροπόλεως Εἰρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Οὐγκάντα), τήν περίοδο 1981-1990, ἀνέπτυξε εὐρύτατο ἱεραποστολικό καί κοινωνικό ἔργο. Ἀναγνωρίσθηκε «Μέγας Εὐεργέτης τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας» (2009).

•    Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, κατόρθωσε, παρά τίς τεράστιες δυσκολίες, νά ἀνασυστήσει ἀπό τά ἐρείπια τή διαλυμένη ἐπί 23 ἔτη Ὀρθόδοξο Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας. Συγχρόνως ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἄμβλυνση τῶν ἀντιθέσεων στά Βαλκάνια.
    Τό 2000, ὕστερα ἀπό πρόταση τριάντα τριῶν (33) Τακτικῶν Μελῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καί πολλῶν προσωπικοτήτων τῆς Ἀλβανίας, ὑπῆρξε ὑποψήφιος γιά τό Νόμπελ Εἰρήνης.

•    Ἐπανειλημμένως ἔχει ἐκλεγεῖ σέ διακεκριμένες θέσεις διεθνῶν Ὀργανισμῶν, ὅπως Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Παγκοσμίου Ἱεραποστολῆς καί Εὐαγγελισμοῦ (1984-89)· Ἀντιπρόεδρος τῆς Συνελεύσεως τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (2003-09)· Πρόεδρος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκ-κλησιῶν (2006-2013)· Ἐπίτιμος Πρόεδρος τῆς «Παγκοσμίου Διασκέψεως τῶν Θρησκειῶν γιά τήν Εἰρήνη» (2006 ἑξ.).

•    Ἔχει τιμηθεῖ μέ 27 βραβεῖα καί παράσημα διαφόρων χωρῶν καί Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος Τιμῆς τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας (1997), τό Athenagoras Human Rights Award (Νέα Ὑόρκη 2001), τό βραβεῖο «διακεκριμένων δραστηριοτήτων γιά τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐθνῶν» (Μόσχα 2006), τό ἀνώτατο παράσημο τῆς Δημοκρατίας τῆς Ἀλβανίας «Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεη».

•    Ἡ συμβολή του στήν ἐπιστήμη, τή σύγχρονη χριστιανική μαρτυρία, τή διαχριστιανική προσέγγιση, τόν διαθρησκειακό διάλογο καί τήν εἰρηνική συνύπαρξη λαῶν καί θρησκειῶν ἔχει διεθνῶς ἀναγνωρισθεῖ.