Το Κήρυγμα είναι μια άρτια έκφραση του προφορικού πολιτισμού. Συγκροτεί όντως λατρευτικές κοινότητες και το κάνει γιατί δεν είναι πουθενά μόνο ή κυρίως κατηχητική, διδακτική πράξη, δεν προσφέρει μόνο γνώση για αυτά που οφείλουν να γνωρίζουν οι πιστοί, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Θείας Λατρείας, είναι επομένως ένα γεγονός που δεν υποκαθίσταται από κανένα γραπτό κείμενο.
Κήρυγμα και Θυσία είναι οι δύο βασικές συνιστώσες της δισχιλιετούς χριστιανικής λατρευτικής πράξης. Το κυρίαρχο κοινό μέσο που μετέρχονται είναι ο λόγος και επιπλέον και στις δυο περιπτώσεις στόχος είναι η μετοχή των πιστών στην λατρευτική πράξη και δι' αυτής στην διδασκαλία και την θυσία του Ιησού Χριστού. Η ενότητα των δύο αυτών μεγεθών είναι αδιάρρηκτη. Ως εκ τούτου, το ένα συνυπάρχει με το άλλο επηρεάζοντάς το αμφίδρομα στο πέρασμα του χρόνου.
Μέχρι σήμερα το Κήρυγμα δεν έτυχε συστηματικής προσοχής από την σύγχρονη Γλωσσολογία. Ομοίως, ελάχιστα έχει μελετηθεί η γλώσσα της Λατρείας και η σχέση της μ’ αυτό. Η εργασία αυτή φέρνει στο προσκήνιο το νεοελληνικό Κήρυγμα από το 1990 και μετά, το διακρίνει ως κειμενικό είδος με την χρήση των εργαλείων της σύγχρονης γλωσσικής επιστήμης ανάμεσα στα υπόλοιπα κειμενικά είδη του νεοελληνικού λόγου και μπορεί να αποτελέσει μια μικρή αφορμή για περαιτέρω μελέτη τόσο από την Φιλολογία, όσο και από την Θεολογία.