H ευπώλητη συγγραφέας επιστρέφει με ένα νέο μυθιστόρημα, που αγγίζει το θέμα των αμβλώσεων σε παιδιά που διαγιγνώσκονται με κάποια γενετική πάθηση.
Για ακόμη μια φορά η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια στις ανθρώπινες σχέσεις και ζωές...
«Αγάπη μου, θυμήσου τι μου έλεγες. Ότι είμαι ένα δισκοπότηρο, που μέσα του φιλοξενεί τον μαργαρίτη της ζωής... Τώρα μου ζητάς να σπάσω αυτό το δισκοπότηρο, να το πετάξω καταγής, να κομματιάσω δίχως έλεος τον μαργαρίτη της ζωής, να τον πετάξω στα σκουπίδια. Εγώ η ίδια η μητέρα του που τον κυοφορεί. Με ποιο δικαίωμα, αγάπη μου; Πώς θα το κάνουμε αυτό;».
«Δεν κάνει λάθη ο Θεός. Ούτε χωράει στη δική μας λίγη και φθαρμένη λογική. Εκείνος είναι υπέρλογος. Εμείς μετρούμε τι μας συμφέρει σε αυτή τη γη, Αυτός μετράει Ουρανό∙ τι μας συμφέρει για να πάμε στην αιώνια χώρα, στον Παράδεισο. Σε νιώθω, αγάπη μου. Φοβάσαι όπως κι εγώ, ρωτάς “γιατί”, όπως κι εγώ. Είμαστε κι οι δύο στην ίδια σταυρική Γεθσημανή. Ψελλίζουμε κι οι δυο, καθένας με τον τρόπο του “παρελθέτω απ᾽ εμού το ποτήριον τούτο”. Μα είναι στιγμή να προσπαθήσουμε να πούμε κι οι δυο “πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλά ως Συ. Γεννηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε!”. Κι Εκείνος, που μετρά τις αντοχές μας, θα μετρήσει τον σταυρό μας∙ θα τον κάνει τέτοιον και όσο μπορούνε να βαστάξουνε οι ώμοι μας».
«Καμία ύπαρξη δεν είναι άχρηστη! Δεν είναι άχρηστο ό,τι κάνει ο Θεός!», φώναξε κι άρχισε τώρα να σκληραίνει κι η δική της φωνή. «Αυτό το παιδί που ακυρώνεις ως μια ύπαρξη ανώφελη, έχει μέσα στο ταλαιπωρημένο σώμα του μια αθάνατη ψυχή, μοναδική, ξεχωριστή, ισότιμη με τη δική μου ή μάλλον ανώτερη, ιερότερη, γιατί είναι πεντακάθαρη, κρυστάλλινη, εξαγιασμένη μες στον πόνο της, αγνή», είπε κι η φωνή της ράγισε από τρυφερότητα. «Δεν ξέρει από κακία ετούτο το παιδί. Είναι ένα κρίνο, ένα λουλούδι του Θεού...».