Τέλειωσαν οι μέρες των αγίων; Πού είναι οι γλυκές μορφές, που γέμιζαν τα παιδικά όνειρα; Κάποτε κατέβαιναν από το τέμπλο και μοιραζόντουσαν τα παιδικά παιχνίδια. Τώρα ξαναγύρισαν στη θέση τους και με βλέμμα ακίνητο περιμένουν. Σίγησαν αυτοί ή εμείς λιποτακτήσαμε "εις χωράν μακράν"; Στέλνει ακόμη ο θεός τους φίλους του να ζήσουν ανάμεσα μας; Πού είναι; Τι λένε; Μας ακούν; Γιατί σιωπούν; Πασκίζει η ψυχή να κρατηθεί από λιβανοκαπνισμένες εικόνες και κιτρινισμένα φύλλα παλιών συναξαριών, "Δε γίνονται πια θαύματα", κραυγάζει ο αλαζόνας νους. Άλλο δε βλέπουν τα πήλινα μάτια, από προγράμματα και αριθμούς. Τα μάτια όμως της καρδιάς τρυπούν το άπειρο, αναζητώντας τα απίστευτα. Ανοίγει τότε ο ουρανός κι αγγελικές φωνές γεμίζουν τον αέρα. Γαληνεύει η ψυχή και ξαναγίνεται παιδάκι, που αγριεύτηκε εκεί έξω, μα τώρα βρήκε ξανά τους φίλους του και μια μεγάλη αγκαλιά, για να ξανακουρνιάσει. Έψαχνε σημεία και τέρατα να στυλωθεί. Κι έφτασε τώρα η στιγμή να βρει μέσα σ' αυτήν την αγκαλιά το μεγαλύτερο θαύμα απ' όλα.