Ένιωσε ξαφνικά να ιλιγγιά, να τρελαίνεται... Ένα κύμα ζεστό όρμησε μες στις φλέβες του. Τίναξε την καρδιά. Οι δυο εικόνες έπαιξαν στα μάτια του. Η θεϊκή πλευρά, που άνοιγε για να ταΐσει τα ετοιμοθάνατα παιδιά και η δική του η πλευρά, η ανθρώπινη, η λίγη, η χωμάτινη, που αν άνοιγε, θα τάιζε ζωή ένα ετοιμοθάνατο παιδί.
Οι λογισμοί του σταμάτησαν. Δεν άντεχαν να προχωρήσουν παρακάτω. Δεν τολμούσαν. Ρίγη ζεστά διαπερνούσαν το κορμί. Η καρδιά έπαλλε ακανόνιστα. Δάκρυα χύθηκαν στο πρόσωπο.
«Κύριε... Κύριε!».
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Ο Θεός του θυσιαζόταν. Τον έπαιρνε μαζί Του στη Γεθσημανή. Τον διάλεξε να πάρει κάτι από τον πόνο Του. Να ανοίξει και εκείνος την πλευρά, για να αναβλύσει τη ζωή.
Δεν άντεξε. Οι λογισμοί βουβάθηκαν ξανά. Η παρομοίωση τον έλιωνε.
«Κύριε», Του φώναξε με πόθο. «Κύριε! Πάρε την τετρωμένη μου πλευρά αντίδωρο. “Ότι τέτρωμαι της σης αγάπης εγώ”».
Έγειρε το κορμί του ταπεινά, σαν να ζητούσε να γίνει ένα με τη γη.
«Κύριε, δέξου τη λίγη, τη μικρή θυσία μου, μία μικρή μου σταύρωση. Ζωή απ’ τη Ζωή... Δώσε ζωή από τη ζωή μου, Κύριε!».
Mε έμπνευση από το θυσιαστικό λειτούργημα ιατρών και νοσηλευτών
και τον αγώνα τους να σώσουν με αυταπάρνηση ανθρώπινες ζωές
το βιβλίο αυτό μιλά για έναν Θεό που μας ακολουθεί κατά βήμα,
χτυπά την πόρτα των ψυχών μας και περιμένει...