Ιστορικό μυθιστόρημα
"Πρώτη φορά που πλησίασα στην όαση και ήρθε κατευθείαν στη σκηνή μου, σαν να είχε έρθει σε μας αμέτρητες φορές. Κουβαλούσε ένα βιβλίο, δυο εικόνες, με τη μορφή του Κυρίου της και της Μητέρας Του, κι ένα μικρό ασκί με νερό. Της πρόσφερα ψωμί. Και καινούργιο φόρεμα.
Μεγαλώσαμε φίλες. Ανταλλάξαμε λίγα λόγια. Εγώ περιτριγυρισμένη από τα εγγόνια των γιων μου, που εκείνη τα ονόμασε με τα ονόματα των τριών μάγων από την ανατολή. Εκείνη μόνη. Και οι δυό μας κλαίγαμε. Εγώ για εκείνη. Εκείνη για την έρημο και ίσως λίγο για μένα.
"Μικρή μου κουκουβάγια!", μου είπε όταν αποχωριζόμασταν. Ούτε σήμερα γνωρίζω γιατί.
Την συνόδευσαν οι γιοι μου. Και οι γιοι των γιων μου. Μέχρι τον Ιορδάνη.
"Παρακάτω θα πάω μόνη", τους είπε. Και σταμάτησαν τις καμήλες. Κατέβηκε. Κοίταξε τον καθένα τους ξεχωριστά. "Ας σας ευλογεί ο Κύριος", τους είπε. Κι έφυγε. Χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Την είδαν να σημειώνει στην όχθη τον ποταμού το σημείο του σταυρού και να διασχίζει το νερό με ήρεμα βήματα, όπως λένε ότι έκανε ο Κύριός της.
Αυτό είναι το τελευταίο που ξέρουμε γι αυτή. Και ότι την αγαπούσα πολύ. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Την Πετκάνα μου."
Η διακεκριμένη Σερβίδα συγγραφέας μάς ταξιδεύει στα χρόνια του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και μας παρουσιάζει την Πετκάνα, μια όμορφη νεαρή γυναίκα που από το παλάτι και το πλευρό τού αυτοκράτορα προτιμάει την άσκηση στην έρημο της Παλαιστίνης με απίστευτα παλαίσματα σε ένα κόσμο απόμακρο και διαφορετικό, σε ένα κόσμο πνευματικό.
Από τους δρόμους της Βασιλεύουσας, στην έρημο των πειρασμών γινόμαστε μάρτυρες μιας άνισης πάλης που ωστόσο έχει νικηφόρο αποτέλεσμα. Η νεαρή καλλονή Πέτκα, η Παρασκευή από το λιμάνι της Ανατολικής Θράκης, τους Επιβάτες, η Αγία Παρασκευή από την Καλλικράτεια, όχι πολύ γνωστή ακόμη στην Ελλάδα, αλλά λατρεμένη προστάτης και συμπαραστάτης Σέρβων, Βουλγάρων και Ρουμάνων μάς προσκαλεί σε ένα ταξίδι νοσταλγίας μιας άλλης πατρίδας... Αιώνιας και θεϊκής.