Δύο φορές στή ζωή μου, μία μέσα στό λεωφορεῖο καί μία στό τρένο, μέ ρώτησαν ἄνθρωποι ξένοι: «Εἶσαι σωσμένος;». Πῶς πρέπει νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτή τήν ἐρώτηση; Προσωπικά, διστάζω νά ἀπαντήσω ρητά καί κατηγορηματικά, «Ναί, εἶμαι σωσμένος». Μιά τέτοια ἀπάντηση σημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία μου εἶναι ἤδη ἐδῶ καί τώρα ἕνα τετελεσμένο γεγονός, μιά πλήρως ὑλοποιημένη πραγματικότητα. Πῶς μπορῶ ὅμως νά εἶμαι βέβαιος ποιά θά εἶναι ἡ συμπεριφορά μου στό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου; Παρότι νιώθω καθοδηγητικό τό χέρι τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μου, διατηρῶ ἀκόμη τή δυνατότητα νά Τοῦ πῶ «ὄχι» ἤ νά Τοῦ πῶ «ναί».
Πολύ μετά τή μεταστροφή του, στόν δρόμο πρός τή Δαμασκό, ὁ ἀπόστολος Παῦλος φοβόταν μήπως, ἐνῶ κήρυξε σέ ἄλλους, ὁ ἴδιος ἀποδειχθεῖ «ἀκατάλληλος» (Α΄ Κορ. 9, 27). Μήπως πρέπει κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἐξίσου προσεκτικοί; Ἡ προειδοποίηση τοῦ εἰδωλολάτρη νομοθέτη Σόλωνα ἰσχύει καί γιά τούς χριστιανούς: «Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε».
«Ὅποιος μείνει σταθερός ὥς τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ» (Ματθ. 10, 22).