Γιούργκεν Μόλτμαν
μετάφραση: Μάριος Π. Μπέγζος
Οἱ Ἀθηναῖοι θέλουν νά ἀκοῦνε πάντα μόνο ὅ,τι τό νέο ὑπάρχει («Ἀθηναῖοι δέ πάντες καί οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδέν ἕτερον ηὐκαίρουν ἤ λέγειν τί ἤ ἀκούειν τί καινότερον» Πράξ. 17,21), ἔτσι λέγεται ἀπό παλιά. Αὐτό γιά τό ὁποῖο θά σᾶς μιλήσω σήμερα, δέν εἶναι κάτι τό νέο, ἀλλά ἀρχαῖο τεκμήριο τῆς χριστιανικῆς θεολογίας: ἡ ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο. Παρ’ ὅλα αὐτά, τό νεώτερο κρύβεται μέσα στό ἀρχαιότερο. Ἴσως τό καλύτερο νά κρύβεται μέσα στό ἤδη πρό πολλοῦ γνωστό, πού εἶναι ἄγνωστο σέ ἐμᾶς. Στρεφόμαστε λοιπόν στήν ἀρχαία ὁμιλία ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου γιά νά δοῦμε ἄν ὑπάρχει μέλλον σ’ ἐκεῖνο τό παρελθόν καί ἐλπίδα σ’ αὐτήν τήν ἀνάμνηση.
Ἡ ὁμιλία στόν Ἄρειο Πάγο, πού τήν περιγράφει ὁ Λουκᾶς στό 17ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, εἶναι τό πρῶτο τεκμήριο τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ. Αὐτή ἡ σύνθεση εὐαγγελίου καί φιλοσοφίας, Παύλου καί Πλάτωνα, Ἱεροσολύμων καί Ἀθηνῶν διαμόρφωσε τό πρόσωπο τῆς Εὐρώπης καί μέχρι σήμερα διατηρεῖται ἐνεργή. Ἀπό τόν ἐξελληνισμό τοῦ χριστιανισμοῦ προέκυψε ὅ,τι διακρίνει τόν χριστιανισμό ἀπό τίς ἄλλες θρησκεῖες: τό δόγμα καί ἡ θεολογία. Μέ τόν ἐξελληνισμό τοῦ χριστιανισμοῦ μεταβλήθηκε ὁ πρώιμος χριστιανισμός καί ἀπό ἰουδαϊκή αἵρεση ἔγινε παγκόσμια θρησκεία. Ἄφησε τό μητρικό ἔδαφος τῆς ἰουδαϊκῆς γῆς καί εἰσῆλθε στόν μεγάλο κόσμο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Στή Ρώμη συνδέθηκε μέ τήν πολιτική παιδεία τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας, στήν Ἀθήνα ὅμως συνενώθηκε μέ τήν πνευματική παιδεία. Ἡ πνευματική παιδεία τοῦ ἑλληνισμοῦ ξεπερνοῦσε τότε τά ὅρια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἀποδεχθεῖ κανείς ὅτι στήν Ἀθήνα ὁ χριστιανισμός συνδέθηκε μέ μιά διεθνῆ, οἰκουμενική παιδεία. Μόνο ἔτσι μπόρεσε ἡ χριστιανική πίστη νά ἀναπτύξει τήν αὐθεντική παγκόσμια ἱεραποστολή της.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στήν Ἀθήνα ὡς ἱεραπόστολος τῆς μετάνοιας καί τῆς πίστης. Γι’ αὐτό «παρωξύνετο τό πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντος κατείδωλον οὖσαν τήν πόλιν» (Πράξ. 17,16). Σήμερα ἔρχονται στήν Ἀθήνα τουρίστες ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο γιά νά θαυμάσουν τά τελευταῖα εἴδωλα καί τούς ναούς πού ἀπέμειναν ἀκόμη. Ἐγώ ἔρχομαι σήμερα ὄχι ὡς ἱεραπόστολος οὔτε ὡς τουρίστας, ἀλλά ὡς φίλος καί φιλοξενούμενός σας ὄχι γιά νά ὑμνήσω τήν Ἀθήνα ὡς «πολιτιστική πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης», ἀλλά γιά ν’ ἀναζητήσω στήν Ἀθήνα τήν πηγή τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ καί τήν ἀρχή τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Θέλω νά ἐπιστρέφω σ’ αὐτές τίς ἀφετηρίες τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς χριστιανικῆς μας θρησκείας, διότι σήμερα πιά ἔγινε ὁρατό τό τέλος τῆς ἱστορίας της καί προέκυψε σοβαρή ἀνησυχία σχετικά μέ τό ποῦ βαδίζει ὁ χριστιανισμός καί ἡ θεολογία. Τό πρόβλημα πού ἐπιθυμῶ νά ἀντιμετωπίσω, εἶναι τό ἑξῆς:
Ἡ μεγαλειώδης σύνθεση χριστιανισμοῦ καί ἑλληνισμοῦ μέσα στήν ἱστορία τῆς θεολογίας δέν ἦταν μιά ἐποχή ἁρμονίας καί εἰρήνης, ἀλλά ἡ ἀρχή μιᾶς ἱστορίας πολύ δημιουργικῆς ἀλλά καί πολύ πλούσιας σέ διαμάχες, μεταξύ τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ καί τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τοῦ ἑλληνισμοῦ: «Εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Πατήρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ταυτόσημος μέ τόν Θεό τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν φιλοσόφων;» Αὐτή ἦταν ἡ ἀφετηρία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων. Κάτι τέτοιο ὅμως τό ἀρνοῦνταν ἐμφατικά ὁ Πασκάλ καί οἱ βιβλικοί θεολόγοι. Ποιά σχέση ἔχει ὁ ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ σταυρωθείς «ἄνθρωπος τοῦ πόνου» Ἰησοῦς Χριστός μέ τό ἑλληνικό ἀνθρωπιστικό ἰδεῶδες τῆς καλοκαγαθίας; Μήπως ἰσχύει τό «Διόνυσος ἤ Ἐσταυρωμένος»; Εἶναι ὅμως δυνατόν νά διατυπωθεῖ ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι μέ τίς κατηγορίες σκέψης τῆς ἑλληνικῆς μεταφυσικῆς τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη; Δέν εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος ὅμως τό ὁρατό ἀπείκασμα (εἰκόνα) τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ ἐπ’ αὐτῆς τῆς ἀθέου γῆς καί ταυτόχρονα τό πρωτότυπο τοῦ ἀληθινοῦ καί καλοῦ ἀνθρώπου ἐντός αὐτοῦ τοῦ ἀπάνθρωπου κόσμου;
Ὁ ἐξελληνισμός τοῦ χριστιανισμοῦ διαμόρφωσε τή θρησκεία καί τόν πολιτισμό τῆς Εὐρώπης. Σήμερα ὅμως παρατηροῦμε ὅτι ἐμφανίζονται ὁ ἀσιατικός, ὁ ἀφρικανικός καί ὁ λατινοαμερικανικός χριστιανισμός καί διαπιστώνουμε τά ὅρια τοῦ παλαιοῦ, εὐρωκεντρικοῦ χριστιανισμοῦ. Μήπως λοιπόν πρέπει σήμερα τό χριστιανικό πνεῦμα νά ἀποβάλει τήν εὐρωπαϊκή του μορφή καί νά ἀναπτύξει νέες μορφές πολιτισμοῦ καί σκέψης στίς παραπάνω ἠπείρους; Ὁπωσδήποτε θά ὑπάρχει καί στό μέλλον εὐρωπαϊκός χριστιανισμός γιά τόν ὁποῖο παραμένει καθοριστικός ὁ τότε ἐξελληνισμός του, ἀλλά ὁ εὐρωκεντρισμός πνέει τά λοίσθια, τόσο ὁ ἐκκλησιαστικός εὐρωκεντρισμός τῆς Ρώμης ὅσο καί ὁ θεολογικός εὐρωκεντρισμός τῆς Ἀθήνας. Τί ἐπιπτώσεις ἔχει κάτι τέτοιο γιά τό δόγμα καί τή θεολογία, πού καί τά δύο εἶναι προϊόντα «τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ ἐδάφους τοῦ Εὐαγγελίου», ὅπως ἔλεγε τόσο σωστά ὁ Ἄντολφ φόν Χάρνακ;
Δέν θά ἀντιμετωπίσω τό πρόβλημα ἀμέσως, ἀλλά ἐμμέσως, ἀφοῦ τά τέσσερα σημεῖα τῆς ὁμιλίας μου θά ἔχουν ὡς ἀφετηρία τήν ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο. Ἀφορμῶμαι ἀπό τόν ἀρεοπαγιτικό λόγο, ἐκθέτω τίς συνέπειες καί τά προβλήματα, μετά ἀσκῶ κριτική στή σύνθεση ἑλληνισμοῦ καί χριστιανισμοῦ καί, τέλος, ρίχνω μιά ματιά στόν σημερινό κόσμο. Τά τέσσερα σημεῖα τῆς ὁμιλίας μου εἶναι:
1. Τό μέλλον τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ
2. Ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου
3. Ὁ Τριαδικός Θεός καί ἡ ἀνθρώπινη κοινότητα
4. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στή φύση καί στόν πολιτισμό.
α. Τό μέλλον τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ
Ὁ λόγος περί τοῦ «Ἀγνώστου Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος, μολονότι τόν ἀγνοοῦμε, μᾶς περιβάλλει ἀπό παντοῦ καί εἶναι πιό κοντά σέ ἐμᾶς ἀπό ὅ,τι θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά εἴμαστε στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, εἶναι ἕνα μυστικό, πού ἀρχίζοντας ἀπό τόν Παῦλο καί φθάνοντας μέχρι τόν Νίτσε, ἀπασχολοῦσε καί μάγευε ὅλους τούς σκεπτόμενους ἀνθρώπους. Πῶς ὅμως καταλήγει κανείς σ’ αὐτόν τόν λόγο περί τοῦ «Ἀγνώστου Θεοῦ»;
Φθάνοντας ὁ Παῦλος στήν Ἀθήνα, τόν προϋπάντησε ἡ φήμη ὅτι δῆθεν κηρύσσει «ξένα δαιμόνια», δηλαδή τόν Ἰησοῦ καί τήν Ἀνάσταση, ὅπως ἀκουγόταν στούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου. Κάτι τέτοιο ὅμως ἐνεῖχε τόν κίνδυνο νά ἀνακαλεῖ στή μνήμη τήν περίπτωση τοῦ Σωκράτη, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε ὅτι εἰσάγει «καινά δαιμόνια» στήν Ἀθήνα καί ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτό νά πιεῖ τό κώνειο. Στόν Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος ἀμύνθηκε προβάλλοντας τήν ἄποψη ὅτι δέν κηρύσσει ξένους θεούς, ἀλλά τόν Ἄγνωστο Θεό πού λατρεύεται ἤδη ἀπό τούς Ἀθηναίους. Ὄχι λοιπόν κάτι τό ξένο, ἀλλά ὅ,τι εἶναι ἤδη παρόν στούς Ἀθηναίους καί γνωστό σ’ αὐτούς κατ’ ἄγνωστο τρόπο: αὐτό ἀκριβῶς κηρύσσει ὁ Παῦλος. Βέβαια, ἡ ἱστορική ἀλήθεια εἶναι ὅτι οὐδέποτε ὑπῆρξαν στήν Ἀθήνα βωμοί γιά «ξένους Θεούς» ἤ κάποιος βωμός γιά ἕναν «ἄγνωστο Θεό». Ἡ διατύπωση προέρχεται μᾶλλον ἀπό τόν μονοθεϊσμό τοῦ φιλοσοφικοῦ διαφωτισμοῦ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας.
Οἱ ποικίλες μορφές θεοτήτων καί οἱ δραματικές ἱστορίες γιά τούς Θεούς τῆς «μυθικῆς θεολογίας» τοῦ Ὁμήρου ἔγιναν ἀντικείμενο κριτικῆς ἐκ μέρους ὅλων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων: ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἀκίνητος, ἄπειρος, πανταχοῦ παρών κι ὅμως ἀκατάληπτος, δηλαδή «ἄγνωστος». Οἱ συνομιλητές τοῦ Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο ἦταν προφανῶς μορφωμένοι, διαφωτισμένοι Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει πρό πολλοῦ τόν ἁπλοϊκό πολυθεϊσμό καί τή μαγεία του κι ἐπιδίδονταν στή λατρεία τοῦ «Θεοῦ» (στ. 28), πού γινόταν κατανοητός ὡς μία δύναμη μυστηριώδης καί ἀόρατη, πίσω ἀπ’ ὅλα τά ἐμπειρικά φαινόμενα τοῦ κόσμου. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο βρίσκει τήν ἀφετηρία του ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο. Μήπως ὅμως μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιχειρεῖ νά ἐξομοιώσει τό Εὐαγγέλιο μέ τήν ἐκλαϊκευμένη φιλοσοφία τοῦ στωϊκισμοῦ;
Ἀρχικά φαίνεται κάπως ἔτσι: ἡ ἄπειρη, μυστηριώδης οὐσία τοῦ ἑνός Θεοῦ δέν ἐπιτρέπει τή λατρεία του ἐντός ἑνός ναοῦ κατασκευασμένου ἀπό ἀνθρώπους. Κανένας πεπερασμένος ναός δέν μπορεῖ νά περιχωρήσει τόν ἄπειρο Θεό. Κάτι τέτοιο ἰσχυρίσθηκαν ἤδη Ἕλληνες φιλόσοφοί τοῦ στωϊκισμοῦ, ἀλεξανδρινοί Ἰουδαῖοι τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς καί λατίνοι ποιητές. Ὁ ἕνας, ἄπειρος Θεός δέν χρειάζεται τίποτε, «οὐδέ ὑπό χειρῶν ἀνθρωπίνων θεραπεύεται προσδεόμενος τινός, αὐτός διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» (στίχ. 25). Αὐτό ἰσχυρίζονται ὁ Σενέκας καί τά ἑρμητικά κείμενα: «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (στίχ. 28). Κάτι τέτοιο φαίνεται πανθεϊστικό καί θεμελιώνεται μέ τόν ὕμνο στόν Δία τοῦ στωϊκοῦ Κλεάνθη: «τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν». Σέ μιά τέτοια ἑρμηνεία τοῦ «ἀγνώστου Θεοῦ» δέν παρουσιάζονται χριστιανικές ἤ βιβλικές παραστάσεις. Ἕνας τέτοιου εἴδους «ἑλληνιστικός λόγος περί ἀληθινῆς θεογνωσίας» εἶναι ὅμως «ξένος στήν Καινή Διαθήκη»;
Κάτι τέτοιο δέν τό πιστεύω, διότι ἀμέσως ἐμφανίζεται στό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ ἀποφασιστική στροφή: «ὁ Θεός τά νῦν ἀπαγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πάντας πανταχοῦ μετανοεῖν, καθότι ἔστηκεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρί ᾧ ὥρισεν, πίστιν παρασχῶν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτόν ἐκ νεκρῶν» (στίχ. 30-31). Ἐδῶ ὅμως τή θέση τῆς θεολογικῆς ὀντολογίας τοῦ ἑνός, αἰωνίως, πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ, καταλαμβάνει ἡ ἐσχατολογική ὀντολογία τοῦ ἐφ’ ἅπαξ ἐλθόντος Θεοῦ. Ἀντί τοῦ χώρου καί τοῦ κόσμου πού πληροῦνται ἀπό τή Θεότητα, ὑπεισέρχεται ὁ ἱστορικός χρόνος τῆς ἐρχόμενης κρίσεως καί τῆς ἐρχόμενης βασιλείας τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ἡ σύμπτωση μέ τή θεϊκή ἁρμονία τοῦ κόσμου παραχωρεῖ τή θέση της στίς ἱστορικές ἀποφάσεις τῆς μετάνοιας καί τῆς πίστης. Γι’ αὐτό καί ἀποκτοῦν σημασία οἱ χρονικοί προσδιορισμοί «νῦν» (τώρα) ὁ Θεός καλεῖ σέ μετάνοια καί πίστη, διότι καθόρισε τήν «ἡμέραν» τῆς δικαιοσύνης Του, ὁπότε ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά κρίνει τήν οἰκουμένη, Αὐτός πού ἤδη ἀνέστη ἐκ νεκρῶν γιά νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι.
Αὐτό δέν εἶναι ἄλλο παρά τό μέλλον τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ. Ὁ Παῦλος δέν κηρύσσει κάποιον ἄλλο Θεό, ἀλλά τό ἐσχατολογικό μυστικό τοῦ ἑνός, πανταχοῦ παρόντος κι ὅμως ἄγνωστου Θεοῦ. Καλεῖ τούς ἀκροατές του νά μεταβοῦν ἀπό τόν χῶρο τοῦ κόσμου στόν χρόνο τῆς ἱστορίας καί προσδιορίζει τόν ἱστορικό χρόνο μέσω τοῦ κηρύγματος τοῦ ἐσχατολογικοῦ μέλλοντος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναγγελία τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τή μεταστροφή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀδικία καί τή βία στήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης. Γι’ αὐτό καί τό κήρυγμα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ τούς παρέχει τή δύναμη τῆς πίστης καί τή βεβαιότητα τῆς ἐλπίδας. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά, ἡ συναίσθηση τῆς ἱστορίας πάνω στόν ὁρίζοντα τοῦ ἐσχατολογικοῦ μέλλοντος τοῦ Θεοῦ τότε μόνο μπορεῖ νά προσφερθεῖ ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε τόπου («τοῖς ἀνθρώποις πάντας πανταχοῦ»), ἐάν ὁ ἐρχόμενος Θεός δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ «ἄγνωστος» παρών Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους κάθε τόπου καί κάθε ἐποχῆς. Ὁ Ἐρχόμενος γιά νά κρίνει τήν ὑφήλιο μέ τή δικαιοσύνη Του καί νά ἀνακαινίσει τό σύμπαν δέν εἶναι μακριά μας («καί γέ οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ὑμῶν ὑπάρχοντα»). Ὅλοι Τόν ἀναζητοῦν, διότι Ἐκεῖνος εἶναι κοντά τους κι αὐτοί ζοῦν ἀπό τό πνεῦμα Του.
Διαβάστε τη συνέχεια στα ΑΝΘΙΒΟΛΑ τεύχος 4-5