Jesus Speaking with the Samaritan Woman at the Well
Basilica di St.Apollinare Nuovo Ravenna, 6th c.
π.Βασίλειος Αργυριάδης
Αναστάσιμη είναι η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Για τρεις λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ίδιο το ευαγγέλιο, απ’ όπου ακούσαμε το ανάγνωσμα. Το ευαγγέλιο του Ιωάννη (που διαβάζουμε καθ’ όλη τη μεταπασχάλια περίοδο) έχει μια ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα τρία ευαγγέλια: ενώ σ’ εκείνα, η Βασιλεία του Θεού αποκαλύπτεται κλιμακωτά, κορυφώνεται με την είσοδο στα Ιεροσόλυμα και επισφραγίζεται με το Πάθος και την Ανάσταση, στο ευαγγέλιο του Ιωάννη η Βασιλεία του Θεού είναι παρούσα και εγκαθιδρυμένη ήδη από την άρχη. Στα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, ο Ιησούς επιτελεί σταδιακά τη σπορά της Βασιλείας του Θεού και η Ανάσταση βλασταίνει μετά τη Σταύρωση. Στο τέταρτο ευαγγέλιο όμως, η Βασιλεία του Θεού είναι ήδη από την αρχή δέντρο κανονικό, που απλώνει σκιά σε όλο το ευαγγέλιο. Ο Χριστός είναι ο Αναστημένος Χριστός σε κάθε διήγηση του Ιωάννη. Γι’ αυτό και βλέπουμε στη σημερινή περικοπή τον Ιησού να λέει στους μαθητές του: «Εσείς λέτε πως η ώρα του θερισμού έρχεται. Εγώ σας λέω πως είναι ήδη εδώ». «Ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν», είχε πει νωρίτερα στη Σαμαρείτιδα. Η Βασιλεία του Θεού έρχεται μα και είναι ήδη εδώ, η Ανάσταση εναργής.
Βέβαια, εύλογα αναρωτιέται κανείς, «Πώς γίνεται να λέμε πως η περικοπή είναι ‘αναστάσιμη’, από τη στιγμή που δεν αφορά σε κάποια εμφάνιση του αναστημένου Ιησού;». Στο ερώτημα αυτό απαντά ο δεύτερος από τους τρεις λόγους που αναφέραμε στην αρχή, και ο οποίος έχει να κάνει με το περιεχόμενο όσων ακούσαμε. Αναστάσιμη καθιστούν την περικοπή τα λόγια που ο ίδιος ο Χριστός λέει στη Σαμαρείτιδα μπροστά στο πηγάδι του Ιακώβ: «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, διψήσει πάλιν, ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα· ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Το λεπτό σημείο που καθιστά την περικοπή μας αναστάσιμη δεν είναι η σύγκριση μεταξύ Ιησού και Ιακώβ —«μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ;»— αλλά η αναφορά στην «πηγή ὕδατος ἁλλομένου», που εγκαθίσταται μέσα στον άνθρωπο. «Πηγή ὕδατος ἁλλομένου», σημαίνει νερό καθαρό που αναπηδά μέσα από τον άνθρωπο. Κι αυτό είναι κάτι που προϋποθέτει την Ανάσταση. Δίχως αυτή, δεν μπορεί να συμβεί. Για να το καταλάβουμε όμως, θα πρέπει να σκεφτούμε ποια ήταν η κατάσταση του ανθρώπου πριν από την έλευση του Χριστού.
Ο ισραηλιτικός λαός, ο λαός του Θεού, είχε για οδοδείκτη τον Μωσαϊκό νόμο. Ήταν αυτό που ο Θεός είχε δώσει στον λαό Του για να μένει κοντά στο θέλημά Του, να πορεύεται την οδό των εντολών Του. Όμως αυτό ήταν κάτι εξωτερικό, ένας νόμος δοσμένος έξωθεν, που ο λαός (κι ο κάθε άνθρωπος) πάλευε να κάνει κτήμα του και να εφαρμόσει στη ζωή του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τις περισσότερες φορές. Διότι το εσωτερικό θέλημα του ανθρώπου και οι εξωτερικές εντολές του Θεού έρχονται σε σύγκρουση κι ο άνθρωπος δίνει μάχη για να μπορέσει να εναρμονιστεί με το θέλημα του Θεού. Το περιγράφει όμορφα ο απόστολος Παύλος: «Θέλω να κάνω το καλό, μα δεν βρίσκω τη δύναμη να το κάνω πράξη… την πράξη μου την καθορίζει η αμαρτία που έχει θρονιαστεί μέσα μου» (Ρωμ. 7,18 και 20). Πριν από το έργο του Χριστού, η σύγκρουση αυτή ήταν μέσα μας απόλυτη. Στην πάλη του με τις εντολές του Θεού, ο άνθρωπος είχε αντίπαλο τον ίδιο του τον εαυτό. Έπινε το νερό των εντολών του Θεού, μα έμενε μέσα του αξεδίψαστος κι έπρεπε να ξαναπιεί, όπως γινόταν και με το νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Όμως, ο Χριστός με το σωτηριώδες έργο του (από την ενσάρκωση μέχρι την ανάληψή Του) έχτισε για τον άνθρωπο νέο εαυτό. Έγινε ο πρώτος άνθρωπος που οι εντολές του Θεού δεν ήταν μόνο εξωτερική επιταγή, αλλά και βαθιά εσωτερική κατάνευση. Και αυτό που ήταν ο Ίδιος, δεν μας το άφησε μόνο ως υπόδειγμα ζωής, αλλά και ως βρώση και πόση: κοινωνούμε τον Χριστό για να αλλάξουμε εαυτό, να γίνουν πλέον οι εντολές του Θεού όχι απλώς εξωτερικό νερό που πίνουμε και ξαναπίνουμε, αλλά εσωτερική πηγή που αναπηδάει από μέσα μας και γίνεται χείμαρρος, σκορπίζεται τριγύρω και ποτίζει τα πάντα. Δίχως την Ανάσταση, δεν θα ήταν μέσα μας εφικτός ο νέος εαυτός. Διότι η τελευταία και πιο κραταιή όψη της αμαρτίας που είχε θρονιαστεί μέσα μας, ο «ἔσχατος ἐχθρός» (Α′ Κορ. 15,25) ήταν ο θάνατος. Νικώντας τον θάνατο, η νίκη είναι πλήρης. Κι έτσι κοινωνούμε όχι μόνο το Σώμα και το Αίμα του ενσαρκωμένου Θεού, αλλά και του Αναστημένου Ανθρώπου. Κοινωνούμε όλο τον Θεάνθρωπο, που με την Ανάληψή του έκανε τη γη ουρανό και τον ουρανό γη. Πλέον, αν το θελήσουμε, αν ακολουθήσουμε τον δικό Του νέο δρόμο —«ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν…» (Ιωαν. 13,34)— μπορούμε να έχουμε εαυτό, που να μην παλεύει ενάντια στις εντολές του Θεού, ούτε απλώς να συμπορεύεται δύσκολα μαζί τους˙ μπορούμε να έχουμε εαυτό, απ’ όπου αναβλύζει έσωθεν το θέλημά του Θεού. Να γιατί ο λόγος του Θεού στη Σαμαρείτιδα προϋποθέτει την Ανάσταση. Το «ὕδωρ τὸ ζῶν» είναι «εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Μετά την Ανάσταση του Χριστού, η σύγκρουση του εσωτερικού μας θελήματος με τις εξωτερικές εντολές του Θεού, ενώ υπάρχει ακόμα, δεν είναι πλέον απόλυτη. Ένας άλλος εαυτός είναι δεδομένος στον ορίζοντα των δυνατοτήτων μας. Δεν είναι απροϋπόθετος, ούτε εύκολος. Η Ανάσταση του Χριστού δεν κατασίγασε αυτόματα την θρονιασμένη μέσα μας αμαρτία. Δεν εγκαινίασε αυτόματα μέσα στον καθένα μας έναν άλλο εαυτό (κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την ελευθερία μας). Πρέπει να τον επιλέξουμε και δεν είναι εύκολο. Αλλά είναι παρών και μεθεκτός. Βαδίζοντας στα βήματα του Ιησού, αγκαλιάζοντας τις εντολές Του, κάνοντας τον σταυρό Του ζωή μας (κόπο και θυσία για τους διπλανούς), κοινωνώντας του Σώματος και του Αίματός Του, έτσι γεννιέται μέσα μας ο άλλος εαυτός. Όχι μια άλλη προσωπικότητα —τα ιδιαίτερα ιδιώματά μας δεν χάνονται— αλλά ένας άλλος εαυτός σαν «πηγή ὕδατος ἁλλομένου».
Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος που κάνει τη σημερινή περικοπή αναστάσιμη. Είναι η ανάσταση που επιτελείται στη ζωή της Σαμαρείτιδας. Η γυναίκα εκείνη ήταν αποκομμένη από την κοινότητα του χωριού της. Πώς φαίνεται αυτό; Από το γεγονός ότι πηγαίνει στο πηγάδι για να πάρει νερό το μεσημέρι — «ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη». Αντί να πάει με τις άλλες γυναίκες το πρωί, όπως συνηθιζόταν, πηγαίνει μόνη της σε ώρα ακατάλληλη, μέσα στο μεσημβρινό λιοπύρι. Δεν θέλει να τη δουν, ούτε να τις δει. Είναι αποκομμένη διότι έχει δεσμό έκθεσμο και παρελθόν επιλήψιμο («πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ»). Η κοινότητά του χωριού της σίγουρα δεν την καλοβλέπει, την έχει στο περιθώριο. Μα αυτό για κάποιον άνθρωπο εκείνης της εποχής, συνεπάγεται μια νέκρωση. Ο άνθρωπος που δεν είχε θέση μέσα στο σώμα των υπόλοιπων ανθρώπων, ήταν ένας άνθρωπος νεκρωμένος. Κι ο Χριστός την ανασταίνει. Την κάνει μάρτυρά Του: η Σαμαρείτιδα τρέχει και ειδοποιεί τους συγχωριανούς της, γίνεται ο κομιστής της είδησης της νέας πηγής. Ένας άλλος εαυτός αρχίζει να ανατέλλει μέσα της. Κι όπως ξέρουμε από την παράδοση της Εκκλησίας, φτάνει αργότερα «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,13): η ανώνυμη Σαμαρείτιδα γίνεται η επώνυμη Αγία Φωτεινή, ισαπόστολος, δηλαδή ένας άνθρωπος σαν «πηγή ὕδατος ἁλλομένου».
Με τρεις τρόπους είναι η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναστάσιμη περικοπή. Όμως, με έναν τρόπο μπορεί να γίνει η δική μας ζωή, αναστάσιμη ζωή: να αφήσουμε τον Κύριο να ιδρύσει μέσα μας νέο εαυτό. Να ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του, να κάνουμε τις εντολές Του ζωή μας και να γινόμαστε σε κάθε ευκαιρία σύσσωμοι και σύναιμοι μαζί Του στο ποτήριο της θ. Ευχαριστίας. Κι Εκείνος θα μας αξιώσει με τη δωρεά της εσωτερικής κατάνευσης στο θέλημά Του: να Τον ακολουθούμε χωρίς βία, χωρίς αντίσταση, με χαρά και αγάπη για όλους και για όλα. Κοντολογίς, με έναν άλλο εαυτό, σαν καθαρό νερό που αναπηδά από τα βάθη της καρδιάς μας.