Bartolome Esteban Murillo
Christ Healing the Paralytic at the Pool of Bethesda [1667-70]
https://hopetowalk.org/rise-take-up-thy-bed-and-walk/
π. Βασίλειος Αργυριάδης
Η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα, μοιάζει να ‘χει σχεδόν κινηματογραφική ροή. Καταρχάς, μας τοποθετεί σε ένα σκηνικό ζωηρό και πολύβουο: «πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων», σε μια μεγάλη δεξαμενή («κολυμβήθρα») με πέντε στοές, δίπλα σε μια πύλη («ἐπὶ τῇ προβατικῇ») απ’ όπου οδηγούνταν τα πρόβατα στον Ναό για τις θυσίες. Έπειτα, όλα διαπνέονται από μια ατμόσφαιρα έντασης: εναγώνια αναμονή για ένα σημάδι στο νερό («ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ») κι ένας άνθρωπος με 38 χρόνια στην πλάτη του «ἐν τῇ ἀσθενείᾳ»˙ και παρακάτω, η ένταση μιας προστριβής με τους Ιουδαίους, οι κατηγορίες τους για την παραβίαση του Σαββάτου («οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράββατον»). Τέλος, την κινηματογραφική γραφή σφραγίζει η διπλή είσοδος του Ιησού στην αφήγηση — εισέρχεται, θαυματουργεί και χάνεται μέσα στο πλήθος («ἐξένευσεν, ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ»)˙ ξαναεμφανίζεται κατόπιν, «ἐν τῷ ἱερῷ» και ξαναβρίσκει εκεί τον πρώην παραλυτικό.
Ξεχωριστή ευαγγελική περικοπή! Σχεδόν κινηματογραφικά δομημένη.
Για να μη χαθούμε μέσα σ’ αυτή την αφηγηματική πυκνότητα, ας προσηλώσουμε την προσοχή μας στα πρόσωπα του Χριστού και του παραλυτικού. Η συνάντησή τους έχει κι αυτή κάτι ξεχωριστό. Ο Ιησούς εμφανίζεται μπροστά στον παραλυτικό χωρίς τίποτα να Τον έχει καλέσει. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αναγκεμένοι εμφανίζονται να Τον ικετεύουν, να του υποβάλουν αιτήματα. Εδώ, τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Ούτε βλέπει κάποια πίστη που να Τον συγκινεί, όπως είδε κάποτε κάποιους ανθρώπους να κατεβάζουν έναν παράλυτο από τη στέγη ενός σπιτιού. Δεν υπάρχει κάτι που να Τον έχει «προσκαλέσει». Εμφανίζεται εκεί αδέσμευτος από οποιαδήποτε συνθήκη. Εμφανίζεται να προσέχει τον παραλυτικό από μόνος Του («τοῦτον ἰδὼν κατακείμενον»), να γνωρίζει τα πάντα («γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει») και να θαυματουργεί δίχως να δίνει σημασία στα νερά και τις κινήσεις τους (δεν προθυμοποιείται να τον κατεβάσει Αυτός στο νερό). Καταπώς μάς λένε οι ερμηνευτές, ο Χριστός σκιαγραφείται έτσι, ώστε να δίνει μια ορατή απόδειξη αυτού που ο ευαγγελιστής Ιωάννης παραθέτει λίγους στίχους πιο μετά από τη σημερινή περικοπή: «ὥσπερ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ». «Οὓς θέλει…». Έτσι εμφανίζεται: Θεός αγάπης, ελεύθερος απ’ όλους και απ’ όλα, Κύριος των πάντων.
Από την άλλη πλευρά, ο παραλυτικός μοιάζει χαμένος. Δεν δείχνει να έχει επίγνωση του ποιος στέκει μπροστά του. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αναγκεμένοι εμφανίζονται να αναγνωρίζουν τον Ιησού ως Σωτήρα: «Υιέ Δαβίδ», του λένε, «ελέησέ μας». Ο παραλυτικός της σημερινής περικοπής δεν καταλαβαίνει τίποτα. Έχει στραμμένη την προσοχή του σε λάθος κατεύθυνση (σε κάτι νερά). Ο Χριστός τον ρωτά «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», κι αυτός αντί για ένα ολόθερμο «ναι», του λέει «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» — έχει μπροστά του Τον Άνθρωπο κι αυτός αναζητά έναν άνθρωπο. Μα και μετά τη θαυματουργία, μοιάζει πάλι αποπροσανατολισμένος. Τον συναντούν οι Ιουδαίοι και τον κατηγορούν που κουβαλά το κρεβάτι του ανήμερα Σαββάτου, κι εκείνος σαν να ρίχνει το φταίξιμο αλλού: «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν, Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». «Και ποιος σου το είπε;», τον ρωτούν. Κι εκείνος δεν ξέρει καν ποιος τον έκανε καλά, Τον έχασε μέσα στο πλήθος!
Κατόπιν, ο Ιησούς ξαναβρίσκει τον πρώην παραλυτικό «ἐν τῷ ἱερῷ» (ο Χριστός είναι που ενεργεί και πάλι τη συνάντηση): «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας», του λέει, «μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται». Και σαν να εγκαθιδρύεται μέσα του το θαύμα. Ο παραλυτικός καταλαβαίνει και αναγεννάται. Από πού φαίνεται αυτό; Από τον επόμενο στίχο: «ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ». Το ρήμα «ἀνήγγειλε», μας λένε οι ερμηνευτές, έχει μεγάλη σημασία — αφορά σε μια αποκάλυψη, σε κάτι ολότελα νέο, που αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Ο πρώην παραλυτικός είναι τώρα ένας αναγεννημένος άνθρωπος. Τώρα πια γνωρίζει τον Ιησού, πολιτογραφείται στη Βασιλεία Του. Τόσο, ώστε να την κοινοποιεί άφοβα και με παρρησία.
Στα Ευαγγέλια, κάθε θαυματουργία του Ιησού συνοδεύεται από μια βαθύτερη συνάντηση του Χριστού με τον άνθρωπο που ζει τη θαυματουργία και ανακαινίζεται έτσι εσωτερικά. Και όλο αυτό το ονομάζουμε θαύμα. Η σημερινή περικοπή μοιάζει πως κάνει μια χειρουργική τομή σ’ αυτό που λέμε «θαύμα» και μας φανερώνει μέσα του τα συστατικά του. Σαν να μας λέει πως είναι ένα πράγμα η θαυματουργία και ένα δεύτερο η συνάντηση με τον Χριστό. Το να θεραπευτεί ένας παραλυτικός είναι το μικρό, το λίγο του θαύματος, η εξωτερική εκδήλωση της δύναμης του Θεού. Το να συναντηθεί πραγματικά με τον Χριστό και να τον αναγνωρίσει ως Σωτήρα και Κύριο της ζωής του, ως τον ελεύθερο και αδέσμευτο Θεό της Αγάπης, που μας αναζητά και μας βρίσκει, αυτό είναι το μεγάλο, το πολύ του θαύματος, η εσωτερική βίωση της Αγάπης του Θεού. Θαυματουργίες μπορεί να συμβαίνουν, μα ο άνθρωπος (όπως ο παραλυτικός της σημερινής περικοπής) ενδέχεται να συνεχίζει να μοιάζει χαμένος, δίχως να έχει γνωρίσει βαθιά μέσα του το πρόσωπο του αληθινού και ελεύθερου Θεού. Αυτή η γνωριμία συμβαίνει τελικά, όταν ο άνθρωπος αποφασίζει να στραφεί «ἐν τῷ ἱερῷ» και να βάλει την αρχή της εργασίας των εντολών («μηκέτι ἁμάρτανε»).
Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για μας σήμερα. Οι περισσότεροι από μας είμαστε ίσως υγιείς σωματικά, δεν μας μαστίζει η σκληρή ανάγκη της θεραπείας. Κι εντούτοις, ο νους μας είναι μόνιμα κολλημένος στις θαυματουργίες — όχι σαν προσμονή προσωπικής ευεργεσίας (όσοι δεν νοσούμε), αλλά σαν γυμνό θέαμα απλώς. Μας σαγηνεύει ολόγυρα η δύναμη. Λαχταράμε διηγήσεις και περιστατικά που σαν πυροτεχνήματα σκάνε στον ουρανό της φαντασίας μας και διεγείρουν την περιέργειά μας. Ακούμε για εικόνες που δακρύζουν και τρέχουμε. Συλλέγουμε εμμονικά «λαδάκια», αγιάσματα και «διαβασμένα» αντικείμενα. Στα συναξάρια (ειδικά τα σύγχρονα), αναζητάμε τις σελίδες που αφηγούνται αλλόκοτα σημεία, προφητείες και εκδηλώσεις απόκοσμης δύναμης. Ξοδευόμαστε σε εκζητήσεις θαυματουργιών (που δεν μας αφορούν), λησμονώντας πως όλοι μας (υγιείς και ασθενείς, αρτιμελείς ή ανάπηροι) έχουμε ανάγκη πρωτίστως το θαύμα της συνάντησης με τον Χριστό πέρα και πάνω από οποιαδήποτε σωματική ίαση. Βάζουμε στην άκρη το πολύ και τρέχουμε ξοπίσω από το λίγο. Κι είναι κατανοητό αυτό για κάποιον που νοσεί, που μαστίζεται από το άχθος κάποιας αρρώστιας σκληρής. Μα για όλους εμάς τους άλλους; Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια σύγχυση κριτηρίων; «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ…» (Ματθ. 12,39).
Η σημερινή περικοπή λοιπόν μάς καλεί «ἐν τῷ ἱερῷ». Μας καλεί να στραφούμε μέσα μας και να καλλιεργήσουμε το χωράφι των εντολών Του. Ναι, ο αναστημένος Χριστός, ο Κύριος των πάντων, μας αναζητά. Και η αγάπη Του θα μας βρει όπου και όποτε Εκείνος θελήσει. Μα στο μεταξύ, χρέος δικό μας είναι να σπουδάζουμε τις εντολές Του (μαθητεύοντας επίμονα και σχολαστικά στον λόγο του, την Αγία Γραφή) και να τις εφαρμόζουμε στη ζωή μας. Να στρεφόμαστε αδιάκοπα στο πρόσωπό Του. Να λαχταράμε να θρέψει την καρδιά μας η αγάπη Του, όχι την περιέργειά μας η δύναμή Του. Μόνο διακρίνοντας ποιο είναι το λίγο και λαχταρώντας το πολύ, θα έρθει και θα μας συναντήσει το Άπαν. Γιατί αυτό είναι ο Χριστός και η αγάπη Του: Το Άπαν.