π. Βασίλειος Αργυριάδης
«Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας», πετάχτηκε μια φωνή από το πλήθος, την ώρα που μιλούσε ο Χριστός. Κι Εκείνος αποκρίθηκε: «Μενοῦν γε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28). Ακούγαμε τα λόγια αυτά, από την αρχή του μήνα, μέρα παρά μέρα, σε όλες τις (μεγάλες) παρακλήσεις. Τα ακούμε και ανήμερα της γιορτής στο ευαγγελικό ανάγνωσμα του Δεκαπενταυγούστου.
Σε ποιον αναφερόταν ο λόγος του Κυρίου; Εκ πρώτης όψεως, νομίζει κανείς πως πρόκειται για μια αντίστιξη που κάνει ο Χριστός μεταξύ της Θεοτόκου, που μακαρίζεται από μια άγνωστη φωνή του πλήθους, και των ανθρώπων που ακούν τον λόγο του Θεού και τον φυλάττουν΄ σαν να προτάσσει δηλαδή ο Χριστός ως σπουδαιότερους (από τη Θεοτόκο) τους δεύτερους. Στην πραγματικότητα όμως, δεν πρόκειται γι’ αυτό. Εκείνο το «μενούν γε», στην αρχή μιας πρότασης, σημαίνει «πράγματι, αλήθεια», πράγμα που μας αφήνει να καταλάβουμε πως ο λόγος του Κυρίου αφορά στην ίδια τη Θεοτόκο. Κοντολογίς, ο διάλογος σε μετάφραση πρέπει να ήταν κάτι σαν αυτό περίπου (σε ελεύθερη απόδοση):
«Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!».
«Πράγματι, είναι μακάριοι όσοι ακούν τον λόγο του Θεού και τον φυλάττουν — σ’ αυτούς ανήκει κι αυτή που με γέννησε και με θήλασε».
Με αυτό τον τρόπο, ο Χριστός «οὐκ ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν, ἀλλὰ προστίθησι τὴν κατ’ ἀρετήν» (ι. Χρυσόστομος). Και της κατ’ αρετήν συγγένειας προέχουσα συγγενής είναι η ίδια Θεοτόκος.
Είναι μακάρια η Παναγία μητέρα μας, επειδή ακριβώς αγωνίστηκε και φύλαξε μέσα στην καρδιά της ζωντανό τον σπόρο των εντολών του Θεού. Δεν τον ξόδεψε στην «αγορά» του κόσμου, δεν άφησε τα ζιζάνια και τους λογισμούς του κόσμου να τον κλέψουν από την καρδιά της. Γιατί η σχέση με τον Θεό είναι κάτι λεπτό και ευαίσθητο, κάτι που για να ανθίσει και να αυξηθεί στην καρδιά του ανθρώπου, χρειάζεται να μένει μακριά απ’ «την πολλή συνάφεια του κόσμου, απ’ τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», καταπώς λέει κι ο ποιητής. Κι αν αναρωτιόμαστε από πού φαίνεται αυτό, μιας και η Θεοτόκος στα Ευαγγέλια είναι μια σιωπηλή κι αθέατη παρουσία, τότε η απάντηση είναι ακριβώς επειδή είναι μια σιωπηλή και αθέατη παρουσία! «Καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2,51). Ένα σιωπηλό και αθέατο ταμείο της χάριτος είναι σε όλο το Ευαγγέλιο η Θεοτόκος. Υπάρχει ως ακόλουθος του Ιησού σε όλη τη διαδρομή Του. Ακόμα και οι λιγοστές κουβέντες της, Εκείνον δείχνουν, στο έργο Του παραπέμπουν και τίποτα άλλο. Και στέκει πιστή στο μυστήριο του Υιού της μέχρι και κάτω από τον Σταυρό — σιωπηλή ακόμα κι όταν ο πόνος γίνεται ρομφαία που τη διαπερνά. Κατοικητήριο του Θεού από τη γέννησή της, κι εντούτοις σε όλη την ευαγγελική διαδρομή δεν βγάζει λέξη. Φυλάττει τον λόγο του Θεού, με συστολή και ταπείνωση. Είναι η νέα Εύα. Όχι η «δεύτερη», αλλά η νέα, η καινή. Η Εύα πρόδωσε τον λόγο του Θεού. Δεν τον κράτησε, δεν τον προφύλαξε. Στην πρώτη πρόκληση, έπιασε κουβέντα με το φίδι, του μαρτύρησε την εντολή του Θεού, δεν την τήρησε μέσα στην καρδιά της. Και το πονηρό φίδι άπλωσε τα ζιζάνια των λογισμών μέσα της: «Δεν θα πεθάνετε αν φάτε από τον καρπό! Αντίθετα, θα γίνετε σαν Θεοί». Κι η Εύα έχασε τον δρόμο της…
Ό,τι αθετεί η Εύα, αυτό τηρεί η νέα Εύα, η Υπεραγία Θεοτόκος. Τίποτα δεν ξοδεύεται έξω από το ταμείον της καρδιάς της, τίποτα δεν αφήνεται να καταπατηθεί αφύλαχτο στον δρόμο. Όλα τα προφυλάσσει η σιωπή, η συστολή. Κανένας λογισμός δεν την κλονίζει. «Ἡ πύλη ἡ ἔνδοξος, ἡ λογισμοῖς ἀδιόδευτος» — έτσι την ονομάζει ένα τροπάριο. Κι όπως η Εύα της Γενέσεως αξιώνεται αρχικά την παρουσία του Θεού, έτσι και η νέα Εύα αξιώνεται στην αρχή της ζωής της να ζει μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, να ζει δηλαδή στην παρουσία του Θεού. Αλλά αντίθετα από την Εύα, η Θεοτόκος δεν αξιώνεται μόνο κάτι στην αρχή, αλλά αγωνίζεται και στη συνέχεια να παραμένει στον τόπο του Θεού, να τηρεί τον λόγο Του, να φυλάττει τη συνάντηση μαζί Του «ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς».
«Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρών αὐτὰς… ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, κἀγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Ο Θεός εμφανίζει Ἐαυτόν τῇ Θεοτόκῳ και το σώμα της γίνεται Σώμα Του, γιατί αυτή είναι «ἡ ἔχουσα τὰς ἐντολὰς καὶ τηροῦσα αὐτάς». Κι ό,τι εκείνη αξιώθηκε και αγωνίστηκε —σαρκώθηκε εντός της ο Χριστός και τήρησε τις εντολές Του— καλούμαστε κι εμείς να αγωνιστούμε και να αξιωθούμε. Το Σώμα Του και το Αίμα Του είναι πια δοσμένο «τοῖς βροτοῖς» δι’ Εκείνης. Και ο λόγος Του, σαν σπόρος, μας καλεί να τον προφυλάξουμε στο χώμα της καρδιάς μας, για να αυξηθεί και να καρπίσει.
Το παράδειγμα της δικής της Θεοτοκίας είναι παράδειγμα θεοτοκίας για όλους μας.