Η τακτοποίηση της περιουσίας και των κληρονομικών μεταξύ αδελφών είναι συνηθέστατη αφορμή καβγάδων, χωρισμού και μίσους! Μ ̓ αυτόν ή αυτούς που περάσαμε την πρώτη τουλάχιστον εικοσαετία της ζωής μας, μαζί και ονειρικά αγαπημένοι, έρχεται η ώρα και βρισκόμαστε σε αντιπαλότητες και διενέξεις και η παρου- σία του ενός για τον άλλον γίνεται «βαριά» και δυσάρεστη! Το πώς θα μοιραστούμε τα κληρονομικά μας –βουλιαγμένος ο καθένας μας στην αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι του ανήκουν περισσότερα απ ̓ όσα στους άλλους– γεμίζει τις καρδιές άγχος απαιτήσεων, σκληρότητα και αδιαφορία για τους άλλους και τις ανάγκες τους. Και όταν αυτά είναι ατυχώς κοινός τόπος και συνηθέστατες καταστάσεις μεταξύ αδελφών, τότε καταλαβαίνει κανείς τι γίνεται ανάμεσα σε μακρινότερους συγγενείς και ακόμα χειρότερα ανάμεσα σε ξένους.
Γιατί όμως;
Γιατί καταστρέφουν οι άνθρωποι σχέσεις και αγάπες χρόνων, όταν παρουσιάζεται ανάμεσά τους το χρήμα με την όποια του μορφή;
Γιατί απλούστατα έχουν αντιστρέψει το Ευαγγελικό εκείνο χωρίο που λέει «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωή αὐτοῦ...» (Λουκ.12,15). Δηλαδή: Δεν είναι ανθρώπινη ζωή η μεγάλη περιου- σία! Οι άνθρωποι όμως λένε: «Ζωή είναι να έχεις πολλά!».
Έτσι και σήμερα, στο απόσπασμα στιχ. 13-21, κεφ.12 του Ευαγγελίου του Λουκά, ένας άνθρωπος ζητάει από τον Χριστό να τους μοιράσει την περιουσία, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν παρατράγουδα σαν τα παραπάνω! Ο Χριστός όμως, αφού αρνείται λέγοντας ότι δεν είναι δικαστής –δηλαδή, απλώς ζυγαριά ισομοιράσματος, αλλά ὁ «ἀποδίδων ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ»– επισημαίνει σ ̓ αυτούς που Τον ακούνε να προσέχουν τι κυριαρχεί στις καρδιές τους, γιατί αν γεμίσουν πλεονεξία, θα βουλιάξουν στην αυταπάτη ότι θα έχουν αληθινή ζωή μόνον όταν έχουν πολλά χρήματα! Και πρόσθεσε ότι αν ταυτίσουν το «ἔχειν» με το «εἶναι» τότε θα είναι επικίνδυνοι υπνοβάτες!
Προκειμένου, λοιπόν, να μας ξυπνήσει ο Χριστός από αυτό το επικίνδυνο ενδεχόμενο διηγήθηκε τη γνωστή παραβολή του ανόητου –άφρονα– πλούσιου.
Προέκυψε λέει μεγάλη σοδειά στην παραγωγή του και αυτός ο δύστυχος θεώρησε ότι χρειάζεται πλέον μεγαλύτερο... ταμιευτήριο – «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω». Κάτι τέτοιο πίστευε ότι θα του εξασφάλιζε παρατεταμένη σιγουριά κάλυ- ψης των αναγκών του και επαρκή ικανοποίησή του – «φάε, πίε, εὐφραίνου». Τον τελευταίο λόγο όμως στην ανθρώπινη ζωή τον έχει ο Θεός!
Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι απλώς ξενοδοχείο (στο ξενοδοχείο πας και φεύγεις όποτε εσύ θες), αλλά μυστήριο. Είναι το άγνωστο αίνιγμα, του πότε πας –γεννιέσαι– και το απρόοπτο δυσάρεστο, του πότε φεύγεις – πεθαίνεις!
Μετά, λοιπόν, απ ̓ όλους τους κόπους των «νέων αποθηκών» και τα όνειρα παρατεταμένης ευτυχίας ακούει: «Ανόητε, υπάρχει κάποιος στον οποίο για πάντα θα ανήκουν αυτά που μάζεψες;».
Καθώς διαβάζει κανείς αυτούς τους εννέα στίχους από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο γεννιούνται μέσα του τρία θεμελιακά ερωτήματα:
1. Πόσο αξίζει η ημέρα;
2. Σε ποιον ανήκει το αύριο;
3. Τι με ακολουθεί στον θάνατο;
Ας εξετάσουμε έστω και δι ̓ ολίγων αυτά τα ερωτήματα.
1. Η ημέρα είναι η μονάδα μέτρησης, δηλαδή το μέγεθος που, πολλαπλασιαζόμενο, δημιουργεί όλα τα υπόλοιπα. Είναι η πρώτη και ελάχιστη βάση που διαθέτουμε για να πατήσει η νοηματοδότηση της ζωής και να αποκτήσουμε περιεχόμενο. Αν «σκοτώνουμε τον καιρό» μας, τότε θα συνειδητοποιήσουμε πολύ γρήγορα ότι είμαστε πεθαμένοι.
Αν «εξαγοράζουμε» τον καιρό μας τότε θα αποκτήσουμε χρήσιμη ψυχική περιουσία. Όπως έγραφε και κάποιος στον γιο του: «Σου συνιστώ να φροντίζεις τα λεπτά, και οι ώρες θα φροντίσουν μόνες τους τον εαυτό τους»!
2. Το αύριο είναι κι αυτό συνάρτηση της ημέρας που ζούμε και διανύουμε. Σήμερα διαρθρώνεται το αύριο! Σίγουρα όμως επειδή κάθε αύριο είναι μια μέρα, κάθε μέρα χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θα «σπείρουμε» τη σήμερον ημέρα, αυτό θα έχουμε καρπό αύριο. Η μέρα λοιπόν αξίζει πολλά, αφού μας δίνει τη δυνατότητα «σποράς». Όμως αυτά που «σπέρνουμε» θα πρέπει να το καταλάβουμε ότι τα αποθέτουμε στα χέρια του Θεού. «Ἐπ ̓ ἐλπίδι...» δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι σ ̓ όλες τους τις ενέργειες, και τις μεγάλες και σοβαρές και τις μικρές και δευτερεύουσες. Το αύριο δεν μας ανήκει. Σε κάποιο αύριο δεν θα είμαστε πλέον εμείς «ἐν τοῖς οὖσιν», δηλαδή στους ζωντανούς. Άλλοι θα μιλούν για μας. Το αύριο ανήκει και αυτό στον Χριστό.
3. Η διαδρομή λοιπόν είναι από το σήμερα στο αύριο και στη συνέχεια στην κοινή πανανθρώπινη κατάληξη, στον θάνατο! Γεγονός που δεν χωράει αμφισβήτηση. Για όλα υπάρχει... ίσως. Για τον θάνατο δεν υπάρχει! Όλα ίσως και να γίνουν, ίσως και να μη γίνουν. Δεν υπάρχει όμως απολύτως καμία πιθανότητα να μην πεθάνω! Διε- ρωτάται λοιπόν κάθε μυαλωμένος άνθρωπος: Όταν αυτό συμβεί, τότε απ ̓ όλα όσα έσπειρα, απ ̓ όλα όσα νοιάστηκα να αποκτήσω, τι με ακολουθεί; Τι έχει τη δυνατότητα να περάσει τον έλεγχο της «φωτιάς» του θανάτου ...άκαυστο;
Να, ο Χριστός, λέει σ ̓ αυτόν τον πάμπλουτο πλεονέκτη ότι όλα όσα μάζεψε «θα καούν» αυτή τη νύχτα του θανάτου του! Τι σημασία, λοιπόν, έχει το πόσα είχε; Αξία πλέον έχει το τι μπορεί να πάρει! Οι «αποθήκες» και τα «ταμιευτήρια» αποδεικνύονται βαρύτατες και αμετακίνητες επενδύσεις. «Βλέπουν» το αφεντικό να «φεύγει» και μένουν ακούνητες. Δεν συγκινούνται και δεν κινούνται.
Όσα είναι στις τσέπες δεν μπορούν να ακολουθήσουν, αφού κάθε άνθρωπος φεύγει γυμνός. Μόνον ό,τι είναι στην καρδιά, που αποτελεί την ιδιοπροσωπία μας, μόνον αυτό ακολουθεί. Η καρδιά όμως πολλές φορές εύκολα απατάται και αγωνίζεται να γεμίσει... τις τσέπες! Όταν ατυχώς παραδοθούμε σ ̓ αυτή την... υπνοβασία, τότε η ταλαίπωρη καρδιά μας θα μείνει άδεια και κουρασμένη γιατί θα έχει... εξαντληθεί στην προσπάθεια να γεμίσει τις τσέπες μας!
Τότε θα ελπίζουμε σε αυταπάτες και, εντελώς άμυαλα και ανόητα, θα επενδύουμε κόπους και αγώνες σε υποθέσεις ληξιπρόθεσμες. Τότε η ταλαίπωρη καρδιά μας –η ψυχή μας, όπως λέει το Ευαγγέλιο– μην αντέχοντας την ορφάνια της γύμνωσης από την παρηγορία του Θεού, θα προσπαθεί να παρηγορηθεί με «πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά».
Τότε τα χρήματα θα γίνουν Μαμωνάς, δηλαδή θεός του πλούτου, του οποίου εντελώς αφρόνως γινόμαστε θαυμαστές και λάτρεις. Τότε αρχίζει το γλίστρημα από την ειδωλολατρία των χρημάτων στην αυτολατρία της... «ψυχής» μας: «ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Τότε γινόμαστε ως «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Θησαυρός όμως πραγματικός είναι αυτός με τον οποίο «γεμίζει» και «χορταίνει» η καρδιά.
Θησαυρός είναι αυτός που μας ακολουθεί, επειδή αντέχει το πέρασμα μέσα από τη φωτιά του θανάτου.
Θησαυρός είναι αυτό που μας συγγενεύει ψυχικά με τον Θεό. Η καλοσύνη, η αγάπη, η φιλανθρωπία, το δόσιμο!
Θησαυρός είναι αυτό που θεωρούμε ως το πολυτιμότερο που έχουμε. «Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας» (Ματθ. 6, 34).
Τον θησαυρό των αρετών της «καρδιάς» Του θέλει να μας δώσει ο Θεός (αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια), αλλά όταν έρχεται να μας τα δώσει, βρίσκει να έχουμε γεμάτα και αχρηστευμένα τα χέρια μας με ένα σωρό άχρηστα πράγματα και δεν έχει... πού να τα ακουμπήσει!
Ας πορευτούμε μυαλωμένα και όχι αφρόνως! Ας ψάξουμε να αποκτήσουμε τις αρετές του Χριστού. Ας επιδιώξουμε να είμαστε φτωχοί που αναζητούν στις αρετές του Χριστού πλουτισμό της ζωής τους.
Μόνον αυτές αντέχουν στην φωτιά του θανάτου και δεν είναι... «ἄφρων ἐπένδυσις»!
Με αγάπη και ευχές για σώφρονες επιλογές και ενέργειες.
π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΣ
Αν ο σπόρος δεν πεθάνει...
Κηρύγματα στα ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών του έτους