π. Βασίλειος Αργυριάδης
Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς αφηγείται δύο εμφανίσεις του Κυρίου στους μαθητές του. Η δεύτερη καταλήγει με τη φράση «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Απευθύνεται στον Θωμά, ο οποίος είχε ζητήσει επιτακτικά να δει τα χέρια και την πλευρά του αναστημένου Ιησού, προκειμένου να πιστέψει όντως στην Ανάστασή Του. Άρα εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φράση μακαρίζει εκείνους που θα πιστέψουν στον Χριστό, χωρίς να δουν κάτι θαυμαστό. Όμως, ένας προσεκτικός αναγνώστης της σημερινής ευαγγελικής περικοπής θα διαπιστώσει πως στην πρώτη εμφάνιση Του στους μαθητές, ο Χριστός επιδεικνύει τα χέρια και την πλευρά Του από μόνος Του, χωρίς να του το έχει ζητήσει κανείς. Άρα αποδοκιμάζει «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ» τον Θωμά για ποιο λόγο; Για κάτι που κι ο Ίδιος είχε κάνει νωρίτερα; Με άλλα λόγια: Αφού είχε δείξει στους δέκα μαθητές τις πληγές Του, προκειμένου να πιστοποιήσει ότι ήταν πράγματι ο Ίδιος, ο δάσκαλός τους, γιατί διατυπώνει τα λόγια, «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»; Κάτι άλλο πρέπει να σημαίνει η φράση. Ίσως το αντιληφθούμε αν δούμε προσεκτικά την πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές.
Απόντος του Θωμά, ο Χριστός κάνει την πρώτη εμφάνιση Του στους μαθητές «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Έρχεται και τους συναντά σε συνθήκες που δεν θα περίμενε κανείς πως θα μπορούσαν να συμβούν συναντήσεις — δεν περιμένεις κανέναν να σε βρει, όταν έχεις κλειδωμένες τις πόρτες. Αλλά ο Χριστός τους βρίσκει. Και τους χαρίζει την ειρήνη: «Εἰρήνη ὑμῖν… εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν, Εἰρήνη ὑμῖν». Τους το είχε υποσχεθεί και πριν τη σταύρωση (το ακούσαμε κι εμείς στα ευαγγελικά αναγνώσματα της Μεγάλης Εβδομάδας): «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδὲ δειλιάτω» (Ιωαν. 14,27). Μια ειρήνη που διώχνει τον φόβο και την ταραχή. Μια ειρήνη που δεν είναι έξωθεν μη πόλεμος («οὐ καθὼς ὁ κόσμος»), αλλά εσωτερική κατάσταση αφοβίας και σθένους.
Και μετά τους δείχνει τις πληγές στα χέρια και την πλευρά Του˙ τα σημάδια της θυσίας Του, της θυσίας για τις αμαρτίες του κόσμου. Κι οι μαθητές «ἐχάρησαν». Και τους ενεφύσησε Πνεύμα Άγιο κάνοντάς τους συνεργάτες του Θεού, αυτό σημαίνει η επόμενη φράση «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Οι ερμηνευτές μάς λένε πως οι παθητικοί τύποι «ἀφιένται» και «κεκράτηνται» υποδηλώνουν τον Θεό ως ενεργούντα τη συγχώρηση. Αλλά είναι οι μαθητές που θα μεσολαβούν γι’ αυτή τη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους. Μεσίτες και πρεσβευτές της κρίσης του Θεού, αυτό τους αξιώνει να γίνουν η δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της πρώτης εμφάνισης του Κυρίου είναι τα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία είναι πράγματι το Σώμα του Χριστού, τότε είναι ο τόπος όπου ο άνθρωπος συναντά τον Χριστό, καταμεσής ενός κόσμου που κάθε άλλο παρά πρόσφορος είναι για τέτοιες συναντήσεις. Μπορεί η λογική του κόσμου να είναι η λογική του πολέμου, της εχθρότητας και του μίσους. Μπορεί η κατάσταση των ανθρώπων να είναι ο φόβος και η ταραχή, ενώ η αντίληψή τους για τα πράγματα να είναι η στενά υλιστική-ενδοκοσμική θέαση των πάντων, όπου δεν χωρά τίποτα άλλο έξω τάχα από τα όρια του φυσικού κόσμου. Μπορεί κοντολογίς, οι πόρτες στον κόσμο να είναι κλειστές. Αλλά η Εκκλησία, όταν είναι πράγματι Εκκλησία, είναι ο τόπος όπου ο Χριστός μάς συναντά, πέραν πάσης πιθανότητας ή προσδοκίας. Κι είναι ο τόπος όπου ο φόβος και η ταραχή εκλείπει, γιατί φωλιάζει η ειρήνη του Χριστού. Η χαρά πάλλει τις καρδιές. Και πάνω απ’ όλα, είναι ο τόπος όπου επιδεικνύονται οι πληγές του Ιησού, οι πληγές της θυσίας για τους άλλους. Ή αλλιώς, η Εκκλησία είναι ο τόπος όπου οι χριστιανοί είναι έτοιμοι να γίνουν οι πληγές του Ιησού, να δώσουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο και για όλο τον κόσμο. Γίνονται μεσίτες καταλλαγής και συγχώρησης για τον κόσμο. Κουβαλούν στις πλάτες τους την κρίση του Θεού, γιατί αν είναι έτοιμοι να πεθάνουν για όλους και για όλα, τότε απέναντι σε μια τέτοια θυσία όλοι και όλα κρίνονται. Εμφυσούν στον κόσμο την πνοή του Αγίου Πνεύματος — «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς».
Και πέρασαν οκτώ ημέρες. Κι ο Θωμάς δεν άφηνε τον εαυτό του να «δει» όλα αυτά που υπήρχαν μέσα στην «εκκλησία» των μαθητών. Η χαρά, η ειρήνη, η πνοή του Αγίου Πνεύματος ενοικούσε ανάμεσά τους, μα ο Θωμάς δεν την εμπιστευόταν. Ήθελε ο ίδιος να δει και μάλιστα με τα σάρκινα μάτια του, με τη σάρκινη αφή του. Αυτή ήταν η απιστία του: δεν εμπιστευόταν αυτό που μέσα στην εκκλησία ενυπήρχε, δεν εμπιστευόταν τα άλλα μάτια μέσα μας, που μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε με έναν άλλο τρόπο την παρουσία του Χριστού (ως ειρήνη, ως χαρά, ως σθένος και αφοβία), με έναν τρόπο πληρέστερο ίσως και πιο ουσιαστικό. Δεν εμπιστευόταν το καθρέφτισμα του Χριστού στους άλλους. Ήθελε να εμπιστευτεί μόνο τον εαυτό του κι από τον εαυτό του, μόνο τις εξωτερικές, τις παχυλές αισθήσεις του. Αυτό είναι που τον κάνει «άπιστο», όχι η ανάγκη πιστοποίησης. Ο Χριστός πάντα πιστοποιεί την παρουσία Του — το έκανε και στην πρώτη εμφάνισή Του στους μαθητές. Το κάνει και σε όλους τους αιώνες μέσα στην Εκκλησία: δια των χριστιανών, δια της αγάπης τους και της θυσιαστικότητάς τους, δια της ειρήνης και της χαράς τους, δια της μαρτυρίας τους, που είναι πνοή Αγίου Πνεύματος.
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», λοιπόν, σημαίνει ίσως δύο πραγματα. Πρώτον, σημαίνει πως είναι μακάριοι αυτοί που θα εμπιστευτούν τα άλλα μάτια μέσα τους, εκείνα που μπορούν και «βλέπουν» τον Χριστό μέσα από τη χαρά και την ειρήνη και την αφοβία και τη φλόγα που σημαίνει η παρουσία Του. Θα το καταλάβουμε καλύτερα αυτό αν αναλογιστούμε την άλλη συνάντηση του αναστημένου Χριστού με μαθητές Του, στον δρόμο προς Εμμαούς. Όταν τα σάρκινα μάτια των δύο μαθητών «διανοίγονται» στο τέλος, λένε μεταξύ τους, «μα έπρεπε να το είχαμε καταλάβει ‘Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;’ (Λουκ. 24,32)». Κοντολογίς, «αν είχαμε εμπιστευτεί αυτή την άλλη αίσθηση μέσα μας, την καρδιά μας που καιγόταν, τότε θα ξέραμε πραγματικά πως είναι ο Χριστός˙ δεν θα χρειαζόμασταν τα σάρκινα μάτια μας». Και δεύτερον, «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» σημαίνει ίσως πως είναι μακάριοι εκείνοι που θα «δώσουν πίστη», δηλαδή θα εμπιστευτούν την Εκκλησία για να τους δείξει τις πληγές του Ιησού, τη θυσιαστικότητα του Κυρίου. Μακάριοι εκείνοι που θα εμπιστευτούν τους χριστιανούς και τη μαρτυρία τους, μια μαρτυρία που ενσαρκώνει την κρίση του Θεού, τη συγχώρηση και την καταλλαγή Του. Γι’ αυτό έπεμψε ο Χριστός τους μαθητές Του στον κόσμο: για να αναλάβουν στις πλάτες τους τις ευθύνες των ανθρώπων και να πληρώσουν γι’ αυτές με το τίμημα της δικής τους θυσίας για τους άλλους. Να γίνουν μαρτύριο και μαρτυρία του Χριστού στον κόσμο.
Και κάπου εδώ, αβίαστα προκύπτουν ερωτήματα: είναι η σημερινή Εκκλησία ο τόπος όπου μαρτυρείται ο Ιησούς; Είναι τόπος ειρήνης, αφοβίας και σθένους, θυσιαστικότητας και αγάπης; Πάλλεται η καρδιά μας από την χαρά της παρουσίας Του; Είμαστε οι χριστιανοί αυτοί που σαρκώνουν την κρίση του Θεού; Αυτοί που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για χάρη των άλλων, να παραιτηθούν από τα συμφέροντά τους και να πάρουν στις πλάτες τους τις ευθύνες όλου του κόσμου; Είμαστε, ως Εκκλησία, ο τόπος όπου τελεσιουργείται η συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου, σε πείσμα των καιρών και των δεινών, πέρα από κάθε πιθανότητα και προσδοκία;…
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Και μάλλον δεν είναι και ευχάριστες. Μοιάζει πως στην αφήγηση της απιστίας του Θωμά αχνοφαίνεται το καθρέφτισμα ενός ολόκληρου κόσμου: του κόσμου της δικής μας ανεπάρκειας…