"The Entry in Jerusalem" - Julia Stankova 2015
π. Βασίλειος Αργυριάδης
Κυριακή των Βαΐων σήμερα. Η ημέρα έχει πάρει το όνομά της από μια δεσποτική γιορτή, τη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Ακούσαμε να μας την αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο σημερινό ανάγνωσμα. Η περικοπή όμως που ακούσαμε είναι άμεσα συνδεδεμένη με την Ανάσταση του Λαζάρου και τη χθεσινή γιορτή. Για την ακρίβεια, η ανάσταση του Λαζάρου και όσα ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο αποτελούν μία ενότητα. Κι αυτή η ενότητα είναι διάστικτη από κάποια κυρίαρχα θέματα-εικόνες: Ο Χριστός είναι αυτός που πρόκειται να παραδοθεί στους Ιουδαίους και να πεθάνει — «εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό», λέει για το μύρο που εκχέει στα πόδια Του η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου. Ο Χριστός είναι ο κύριος του θανάτου και της ζωής («διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσε τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον [την ανάσταση του Λαζάρου]»). Ο Χριστός είναι ένας βασιλιάς — «Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ», φώναζε το πλήθος καθώς Τον υποδεχόταν στην αγία πόλη.
Ενώ ο Χριστός οδεύει προς το πάθος, η Βασιλεία του είναι ήδη εδώ, η κυριότητά Του καταπάνω στον θάνατο, παρούσα και εναργής. Ό,τι είναι να γίνει, είναι ήδη εδώ. Οι ειδικοί μας λένε πως έτσι είναι όλο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: ταυτόχρονα προς την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, η εξιστόρηση καταυγάζεται παράδοξα από το φως της Ανάστασης. Ο επίγειος Ιησούς είναι ο Αναστημένος Χριστός. Η δόξα του Θεού είναι παρούσα συνεχώς και η διήγηση είναι εισηγμένη στον χρόνο της. Για παράδειγμα, ακούσαμε σήμερα: «ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον· ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα». Με τέτοιες επισημάνσεις και σχήματα πρωθύστερα, αλλά και με άλλες ενθέσεις στη διήγηση (περισσότερο ποιητικά υπαινυκτικές), ο Ιωάννης φωτίζει το Ευαγγέλιό του με το φως της Ανάστασης. Ό,τι είναι να συμβεί στο τέλος είναι διαρκώς παρόν από την αρχή. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως το βράδυ της Ανάστασης, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της θ. λειτουργίας δεν θα είναι κάποια περικοπή των καταληκτήριων στίχων του Κατά Ιωάννην (κοντά στα γεγονότα), αλλά οι πρώτες-πρώτες αράδες του.
Μα κι η ίδια η υμνολογία μας μοιάζει να ξεδιπλώνεται με μια χρονική παραδοξότητα: την ακούσαμε στον όρθρο να μας μιλά για ό,τι γιορτάζουμε σήμερα (τη μετά βαΐων είσοδο στα Ιεροσόλυμα), για ό,τι γιορτάσαμε χθες (την Ανάσταση του Λαζάρου), αλλά και για ό,τι θα γιορτάσουμε σε μια βδομάδα (το πάθος, την Ανάσταση): «Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν, πρὸ τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ο Χριστός θαυματουργός και βασιλιάς, μελλοθάνατος κι αναστημένος. Ό,τι γιορτάσαμε κι ό,τι θα γιορτάσουμε σαν να είναι ήδη εδώ. Σπάει η αλυσίδα της διαδοχής των γεγονότων και το «τώρα» συγχωνεύεται με το «πριν» και το «μετά». Σαν να μην υπάρχουν μέρες και χρόνια, ώρες ή αιώνες. Κι όλοι όσοι ζούμε την Εκκλησία από τα παιδικά μας χρόνια, ξέρουμε πως σε κάθε γιορτή παιανίζει πάντα ένα «σήμερον»: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν», ψάλλουμε τα Χριστούγεννα. «Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται η φύσις», ψάλλουμε τα Θεοφάνεια. «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον…», στον Ευαγγελισμό. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…», θα ακούσουμε σε λίγες μέρες. Όλα σε ένα «σήμερον», σε ένα τώρα.
Δεν είναι πρωτόγνωρα όλα αυτά. Αλλά είναι κάπως παράδοξα αν τα αναλογιστεί κανείς. Το λειτουργικό έτος πορεύεται στα χνάρια της αλληλοδιαδοχής. Η μία γιορτή ακολουθεί την άλλη, όπως οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, κι όπως κάνουν οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια. Όμως την ίδια ώρα που συμβαίνει αυτό, η Εκκλησία πάντα μάς καλεί σε ένα «σήμερα», ένα σήμερα που ξεπερνάει όλη αυτή την κυκλική επανάληψη και σπάει τα δεσμά του χρόνου. Ή καλύτερα: ενθέτει μέσα στον χρόνο, έναν άλλο χρόνο, ένα διαρκές παρόν, ένα ακύμαντο τώρα. Είναι ο χρόνος της χάριτος, χρόνος ανέσπερος, σαν το φως της Αναστάσεως.
«Λόγια…», θα μπορούσε να πει κάποιος υποτιμητικά. «Τι περισσότερο σημαίνουν όλα αυτά, πέρα από θεολογικές ωραιολογίες;». Πράγματι, μπορεί κανείς να το δει κι έτσι. Όμως, έχει σημασία να ξέρουμε πως αυτό στο οποίο μάς έχει προσκαλέσει ο Χριστός δεν είναι απλώς ένα μέλλον, μια υπόσχεση, μια μεταθανάτια επαγγελία. Είναι κάτι που είναι παρόν εδώ και τώρα. Όχι πέρα από τον χρόνο, αλλά μέσα σ’ αυτόν. Όχι πάνω από τα πράγματα, αλλά μέσα σ’ αυτά. Ζούμε όλοι τη ζωή μας μέσα σε μια διαρκή κυκλικότητα. Κουβαλάμε τον εαυτό μας μέρα με τη μέρα, μήνα το μήνα. Μας μετράμε με τα χρόνια που αφήνουμε πίσω μας. Τα προβλήματα, τα βάσανα, οι δυσκολίες, οι αρρώστιες, είναι μια διαρκής κατάσταση της ζωής όλων μας. Και μας κατηγορούν εμάς τους χριστιανούς πως τα ξορκίζουμε τάχα όλα αυτά με μεταθανάτιες υποσχέσεις — «μπορεί να βασανίζεσαι εδώ, αλλά μετά θάνατον θα απολαύσεις…», έτσι μας κατηγορούν ότι λέμε. Κι ίσως έτσι να σκεφτόμαστε κάποιοι εξ ημών. Όμως, η Εκκλησία στέκει μάρτυρας για κάτι άλλο. Αλλιώς υπάρχει κι αλλού παραπέμπει. Κάθε πόνος και κάθε δυσκολία αυτού του κόσμου δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται˙ μπορεί να ενέχει μέσα της και φως. Η αρρώστια και η πραγματική Ζωή, τόσο απόλυτα διαφορετικές μεταξύ τους, μπορούν να συνυπάρχουν, γιατί μέσα στον χρόνο της μίας, μπορεί να χωράει ο χρόνος της άλλης. Και να ανακαινίζει ο δεύτερος τον πρώτο. Γι’ αυτό τον άλλο χρόνο μέσα στον χρόνο μας μιλά η Εκκλησία. Σ’ αυτή τη χρονική αλληλοπεριχώρηση μας προσκαλεί διαρκώς. Κι αυτός ο άλλος χρόνος είναι φως, είναι Ζωή, είναι χαρά αδιάπτωτη.
«Λόγια…», θα έλεγε και πάλι κάποιος. «Ποιοι τα ζουν όλα αυτά;». Οι άγιοι, απαντάμε εμείς. Δεν χρειάζεται να απομακρυνθούμε πολύ. Ζει στις μέρες μας η γενιά που γνώρισε αγίους του καιρού μας, τον άγιο Πορφύριο, τον άγιο Παΐσιο… Ο ένας κουβαλούσε πάνω του πάνω από δέκα σπάνιες αρρώστιες — στα τελευταία του ήταν καρκινοπαθής και σχεδόν πια τυφλός. Ο δεύτερος ζούσε με μισό πνευμόνι. Κι όμως, ξέρουμε —το μαρτυρούν όλοι όσοι τους συνάντησαν (όταν δεν ξοδεύονται σε ατελεύτητες θαυματολογίες)— πως η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, η αγάπη τους φως που ακτινοβολούσε. Κάτι φερμένο από αλλού υπήρχε πάνω τους. Όχι, δεν ήταν τα λόγια τους, ή οι πράξεις τους μόνο. Ήταν αυτό που οι ίδιοι ήταν. Κάτι άλλο μέσα στο συγκεκριμένο και απτό. Ένας άλλος χρόνος μέσα στον χρόνο της ζωής τους. Κι αυτό το αντιλαμβανόσουν όχι απλά με το μυαλό σου ή τα μάτια σου, αλλά και με κάποια άλλη αίσθηση που κι εσύ ανακάλυπτες πως διαθέτεις, πέρα και πίσω από τις αισθήσεις — μιαν άλλη χωρητικότητα. Η παρουσία τους σε κατένυσσε. Όταν χαμογελούσε ο άγιος Παΐσιος δεν σου χαμογελούσε απλώς αθώα. Σου χαμογελούσε η Αθωότητα. Όταν ο άγιος Πορφύριος μιλούσε για το φως του Χριστού, το ίδιο το Φως έφεγγε εντός σου. Όχι, αυτά δεν είναι «λόγια». Τα έζησε η εποχή μας, τα έζησαν συγκαιρινοί μας και τα μαρτυρούν. Και στη μαρτυρία τους ακουμπάμε την ελπίδα μας, επαληθεύουμε όσα η Εκκλησία διαλαλεί.
Ανοίγει απόψε η Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι μια εβδομάδα σαν όλες τις άλλες, ίδιας διάρκειας. Μα στη μεγαλοσύνη της, χωράει συμβολικά ένας άλλος χρόνος, ο χρόνος της Βασιλείας του Θεού, που εγκαινιάζεται σήμερα «μετά βαΐων». Το Πάσχα, η γιορτή που έρχεται σε λίγες μέρες, έχουμε ξαναπεί πως σημαίνει στα εβραϊκά «πέρασμα». Ας ευχηθούμε να μας αξιώσει ο Θεός να γίνει για όλους μας ένα πέρασμα από τον ένα χρόνο της ζωής μας στον άλλο. Ένα άνοιγμα στο φως του Χριστού. Μια μυστική μετάβαση από την αλληλοδιαδοχή, στο διαρκές παρόν˙ από το «κάθε μέρα», στο αέναο «σήμερον» του ακύμαντου χρόνου.