«Πρωϊνὴ λειτουργία στὰ Ἐξάρχεια κι ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ κόσμος καὶ κόσμος, ἀπὸ τὸ Ναύπλιο, τὴν Πάτρα, ἡ κοπέλα ἀπὸ τὴν Κυνουρία, ἡ γιατρὸς ἀπὸ τὴ Λειβαδιά, μαζὶ κι ὁ φίλος μου ὁ Χρῆστος Πολυζώης, κι ὁ Ζώης ὁ γιός του, τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Πόρτο Ράφτη, τὰ παιδιὰ ὅλα, ἡ Ἀννεζούλα κι ἡ Σοφία κι ὁ Ἰωαννίκιος, ἡ Δημητρούλα, ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ Ἄνω Πετράλωνα, ὁ Γιῶργος, ὁ ἐπιλεγόμενος Κοσμᾶς, μὲ τὴ μηχανή του, αὐτὸς προπορεύεται, ἕνα ἄρωμα μᾶς τυλίγει καθὼς προσκυνοῦμε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου ποὺ μυροβλύζει, τὸ ἁγιασμένο χεράκι του, στὴ λειψανοθήκη. Γύρω οἱ ἅγιοι μᾶς παρακολουθοῦν, κι ἐκεῖνος ὁ φεγγίτης καὶ τὸ ἁπαλὸ φῶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησούλα μας μέσα στοὺς αἰῶνες.
Ἔτσι κατεβαίνει ἀπὸ ψηλὰ οὐράνια λιτανεία ἀγγέλων, παίρνουν κι αὐτοὶ τὸ δρόμο μαζὶ μὲ μᾶς, κατεβαίνουμε ὅλοι μαζὶ τὰ σκαλάκια τῶν Ἐξαρχείων, μὲ τὰ πεῦκα καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν, τὸ πουλάκι ποὺ κελαηδοῦσε ὅλη τὴν ὥρα στὸν φεγγίτη, κατεβαίνουμε παίρνοντας τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα ποὺ μᾶς σταυρώνει μὲ τὸ χεράκι του, μᾶς βλέπει ὅλους στοργικά, τρυφερά. Ζεστά. Πλῆθος πιστῶν νὰ σκύβει τὸ κεφάλι, νὰ δέχεται στὰ σκαλάκια τὴν εὐλογία του κι ὕστερα νὰ ἀποσύρεται, νὰ χάνεται στὰ στενά, ἡ πόλη μόλις πάει νὰ ξυπνήσει, τὰ πρῶτα λεωφορεῖα ἀρχίζουν νὰ μουγκρίζουν καθὼς ἀνηφορίζουν τὴ Χαριλάου Τρικούπη, κοιτάζω τὰ ὀνόματα τῶν γύρω δρόμων, Ἰσαύρων καὶ Σμολένσκυ, καὶ πιὸ κάτω Ἰωάννου Βατάτζη. Ἔτσι κατεβαίνουμε, λοιπόν, τὰ σκαλάκια στὰ Ἐξάρχεια, ὕστερα ἀπὸ ἐκείνη τὴ μυστικὴ πρωϊνὴ λειτουργία, πηγαίνοντας γιὰ τὰ σπίτια μας».
Τὰ πεζογραφήματα μὲ τίτλο Πρωϊνὴ λειτουργία παραπέμπουν σὲ ἕνα κόσμο ποὺ λάμπει καὶ ἀνθοφορεῖ. Εἶναι ὁ κόσμος μιᾶς μνήμης ποὺ μᾶς ἀκολουθεῖ, ποὺ μᾶς συνοδεύει ἐπίμονα. Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπήσαμε, ποὺ εἶναι πάντα μαζί μας κι ἂς ἀνεχώρησε γιὰ τὸν ἄλλο τόπο, χρόνια τώρα. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς Κύπρου, ἡ παλιὰ γειτονιά μας, ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος τῆς Ἀθήνας, τὸ ἀμφιθέατρο, τὰ Ἐξάρχεια, οἱ Γέροντες καὶ οἱ ἅγιοι. Οἱ φίλοι μας ἀπὸ τὰ παλιά.