Δοκίμια θεολογικῆς γνωσιολογίας
Βίος καὶ λόγος, θεωρία καὶ πράξη, ἀποτελοῦν ἑνιαῖες ὄψεις τῆς πίστης καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος, ὡς μέσο ἐπικοινωνίας, ἔκφρασης καὶ στοχασμοῦ στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, ἀξιοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς γλώσσα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ἄν, ὅμως, ὁ λόγος τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι κοσμικὸς καὶ ἀπρόσωπος, ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο καλεῖ σὲ σχέση καὶ διάλογο. Διότι, ἡ λογικότητα τῶν ὄντων δὲν ἀπορρέει ἀπὸ τὴν κτιστὴ ὕπαρξή τους ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἄκτιστο δημιουργό τους. Ἂν ὁ λόγος τῆς ἀρχαιοελληνικῆς σκέψης διερευνᾶ καὶ ἑρμηνεύει τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὁ Λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δίχως νὰ ἀνήκει στὸν κόσμο, ἔρχεται ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἑρμηνεύσει ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσει μέσα ἀπὸ συγκεκριμένα γεγονότα στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Λόγος δὲν ἀντηχεῖ ἁπλῶς – ἐνσαρκώνεται. Κάθε ὂν στὸ μέτρο τῆς ἀλήθειας του εἶναι ζωντανὸς λόγος, τὸν ὁποῖο πρόφερε ὁ Θεὸς Λόγος, ὅταν τὸ κάλεσε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος στὸ εἶναι. Μὲ τὴ θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων δὲν ἐκφράζεται μόνο μία θεολογικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου· ἐκφράζεται κυρίως μία πνευματικὴ καὶ ἱερατικὴ ἐμπειρία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θεᾶται τὰ μεγαλεῖα καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε κτιστὸ ὄν, ἐποπτεύει καὶ θεωρεῖ τὸν βαθύτερο λόγο τῆς δημιουργίας ἀλλὰ καὶ τὸν ἔσχατο λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἐν τέλει, ἡ ἔννοια τοῦ λόγου δὲν ἐκφράζει ἁπλῶς μία ἰδιότητα τοῦ ὄντος ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν προσωπικὴ ὑπόσταση καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καθ᾽ ὅσον ὁ λόγος ἀποτελεῖ βασικὸ γνώρισμα τοῦ προσώπου.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐμπειρία καὶ ζωὴ δὲν ἐγκλωβίζει τὸν Θεὸ στὴν ἄγνωστη ὑπερβατικότητά του, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει ἕναν Θεὸ ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ τὴν προσωπική του ζωὴ διὰ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου. Ἡ μέθεξη στὸ γεγονὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν σχετίζεται μὲ μία διανοητικὴ καὶ ἄσαρκη πνευματικότητα. Διὰ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ποτελεῖ σωματοποιημένη ἐμπειρία. Εὐχαριστιακὴ ἐμπειρία καὶ ἀσκητικὸ βίωμα εἶναι οἱ ὄψεις μιᾶς ἑνιαίας θεολογικῆς γνωσιολογίας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ἐμ πειρία τῶν μοναζόντων δὲν διακρίνεται ἐκλεκτικὰ ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στὴν καθημερινότητα τοῦ κόσμου. Στὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐμπειρία συντίθεται ἁρμονικὰ μὲ τὸν λόγο, τὸ χάρισμα καὶ τὸ βίωμα μὲ τὴν ἐννοιολογικὴ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας της. Ἡ πατερικὴ παράδοση καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, διευρύνον τας τὴν ἴδια θεολογικὴ ἑρμηνευτική, θὰ ἐκφράσουν μὲ δυναμισμὸ τὴ θεολογία τῶν κτίστων ἐνεργειῶν ὡς ἀνάπτυξη τῆς χριστολογίας τῶν δύο φύσεων καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θεολογία αὐτὴ τοῦ ἐνεργοῦ Λόγου ὁδήγησε τὴν πατερικὴ σκέψη καὶ τὴν ἀσκητικὴ πράξη τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς σὲ μία μυστικὴ ἢ μυστηριακὴ θεολογία καὶ ἐμπειρία, ὅπου βίος καὶ λόγος, θεωρία καὶ πράξη, μεταμορφώνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι σὲ κοινωνία καὶ θέα τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, μεταμορφώνοντας τὸν ἄνθρωπο καὶ δι’ αὐτοῦ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία.