- Μπορεί ένα ταξίδι να κρατήσει 21 χρόνια; Το δικό μου κράτησε.
Σου ετοίμασα ψωμί και παπαρούνα
το ταξίδι της Πούλιας και της Καλαβρίας
είναι μακρύ, μπορεί να είναι και πικρό.
Ταξίδι περιήγηση, ταξίδι προσκύνημα, όχι τουρισμός. Να ανακαλύπτεις μέρα τη μέρα τον χώρο, τους ανθρώπους, τα μνημεία, ν’ αφήνεις πίσω τον χρόνο, την ξέφρενη πραγματικότητα, που δίχως να γνωρίζει λύτρωση αδίσταχτα απαιτεί και να πηγαίνεις προς το άχρονο, αυτό άλλωστε είναι και η δουλειά ενός Αγίου.
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1994, η φτερούγα του ταξιδιού με χτυπά στον ώμο και μου χαράζει μακριά δρόμους παλιούς της σιωπής. «Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στο Bivongi. Το χωριό κοιμάται ανάμεσα στα βουνά και δίπλα του το ποτάμι, ο Στίλαρος, ξαγρυπνά. Μας περιμένουν κάποιοι άνθρωποι με τα παλτά μισοριγμένα στους ώμους, νυσταγμένοι και μας οδηγούν σ’ ένα παλιό μισοερειπωμένο σπίτι για να κοιμηθούμε. Η πρώτη δυσκολία με χτυπά στην πλάτη. Καταλαβαίνω πως πρέπει να οπλιστώ με καλή διάθεση, υπομονή και προσαρμοστικότητα. Ο σκοπός μου είναι να γνωρίσω αυτό τον φτωχό, χιλιοβασανισμένο μα και τόσο πλούσιο σε μνήμες τόπο, έστω και με ταλαιπωρίες. Οι συνθήκες στο σπίτι είναι κάτι παραπάνω από κακές. Τα τζάμια στα παράθυρα και τις πόρτες είναι σπασμένα, ο αέρας μπαίνει ελεύθερα παγωμένος, μου σφυρίζει στ’ αυτί και δεν μου επιτρέπει να αφαιρέσω κανένα από τα ρούχα μου. Ονειρεύομαι το ζεστό βραδινό μπάνιο μου. Η αναμονή όμως του άγνωστου που με περιμένει, μου δίνει κουράγιο ν’ αντέξω την δύσκολη νύχτα. Η κουκουβάγια κι ο γκιώνης, τα ζώα που αλυχτούν, έρχονται να με συντροφέψουν και σιγά σιγά νιώθω μια περίεργη ζεστασιά». Αυτή τη ζεστασιά ένιωσα στον άστεγο Αϊ-Γιάννη τον Θεριστή, όταν φυσούσε ο παγωμένος αέρας και τα πουλιά έψελναν σε πλάγιο ήχο το «ω γλυκύ μου έαρ», στα ξεριζωμένα σπίτια του Ροχουδίου που κατρακυλάνε στο ποτάμι και στο μοιρολόι της γιαγιάς Λουκίας.
Με φως με πότισε το αστραφτερό Ιόνιο, οι Λοκροί και η αρχαία ποιήτρια η Νοσσίδη, φως και το κρασί που με κέρασε ο ποιητής Agostino Siviglia στην αετοφωλιά του Βούα. Το μπουκάλι έγραφε Fengari κι ένιωσα στη γλώσσα μου να κυλάει ολόγιομο φωτεινό το φεγγάρι.
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2005. Τούτη την εποχή του φθινόπωρου το Σαλέντο ζει τις εξαίσιες πλάνες του χρόνου. Σήμερα βρέχει. Ο αέρας φυσάει σ’ έναν τόπο γεμάτο μνήμες. Μια ευχάριστη αρμονία ανάμεσα στο χώμα και στο νερό, στην πέτρα και στην ελιά, στο σύνολο των εννοιών που στοιχίζονται γύρω μου. Θα ’θελα να σκεφτώ, το τικ τακ της βροχής δεν μ’ αφήνει. Οι τυχαίες συναντήσεις μου και οι υπολογισμένες υφαίνουν το σχέδιο της κάθε μέρας. Διάβασα στο βιβλίο του καθηγητή Fonseca για μια Madonna del Carmine (Παναγία του τραγουδιού) κι από κείνη τη στιγμή έχει κολλήσει στη σκέψη μου σαν το βρεμένο φύλλο πάνω στο τζάμι… «…Το έδαφος της κρύπτης είναι χωμάτινο και πολύ ανώμαλο γεμάτο ανοιγμένους τάφους. Ιδού και τα κόκαλα πιο πέρα. Όμως τα μάτια μου εναγώνια τρέχουν δω και κει στο μισοσκόταδο πάνω στους βραχώδεις τοίχους γυρεύοντας την Παναγία του τραγουδιού, δεν μπορεί να μην υπάρχει. Ήδη ακούω το τραγούδι της. Η βροχή έχει δυναμώσει και φτάνει εδώ κάτω σαν τρυφερό, σιγανό μουρμούρισμα τραγουδιού. Ένα κρανίο στα πόδια μου με αποσπά, προσπαθεί να μου πει το άσμα της τελικής ειρήνης, πόσους θανάτους έχει ζήσει αυτή η γη. Γυρεύει κάτι ισότιμο της μνήμης, να μη χαθεί. Κοίταξε εκεί δεξιά σου στον βράχο, μου λέει, το χρώμα και το σχήμα της αιωνιότητας που λυτρώνει. Ναι, είναι η Παναγία που τραγουδά. Είναι όρθια, το ’να χέρι το ’χει ακουμπισμένο στο στήθος, με τ’ άλλο κάτι βαστούσε, σίγουρα το αδράχτι μα η υγρασία της το ’φαγε. Το πρόσωπο, ετούτο το ρόδο το άλικο, νεανικό, παρθενικό, σεμνό, γλυκό. Αυτό που λέγεται αλήθεια στην τέχνη, αν υπάρχει, είναι το πρόσωπο αυτό. Είναι μικρή, φοβάται λίγο, ο Άγγελος είναι δίπλα, τι θα της πει. Δέχεται το άγγελμα, σκύβει το κεφάλι ταπεινή. Τώρα φτάνει στ’ αυτιά μου το τραγούδι της. Υπερβαίνει κάθε περιγραφή, υπερβαίνει τη λιακάδα και τη βροχή. Ο κόσμος είναι ψεύτικος μα αυτό είναι αληθινό, όσο ο ήχος μιας ανθισμένης κερασιάς, όσο η πνοή του ανέμου, που μένει άγρυπνη τη νύχτα, όσο οι φούγκες των λέξεων πάνω στο χαρτί.
Βγαίνω από την κρύπτη ψηλαφώντας και σ’ έναν τσίγκο κρούει τύμπανα η βροχή».
«…Σε γραμμή αστραφτερή περνάνε οι μέρες, οι νύχτες, οι ώρες, τα μεθυσμένα πρωινά, η μασσερία Sant Angelo και οι κορυδαλλοί. Ξεμαλλιασμένες ταραντάτες παραδέρνουν, στριγγλίζει ο ελαιώνας, το ταμπορέλο με καλεί. Στην άκρη πετιέται η λογική, στο Κάστρο του Κοριλιάνο τριγυρίζει η Κουαρέμα και το σιακούddι το λάδι μετράει και του εργάτη τη βαριά αναπνοή. Οι καρβουνιάρηδες στην Καλημέρα τραγουδούν την Μαρσεγιέζα κι ο Ernesto την Πατρόκλεια παρηγορεί. Στα Φωτερά ο Salvatore με την σφεντόνα κυνηγάει τα πουλιά κι ο Franco Corlianò, thelo na mbriakeftò na mi’ pensèfso (θέλω να μεθύσω να μη σκέφτομαι) τραγουδάει. Δεν μπορείς παρά να φωνάξεις “ΚΛΟΗΙ ΖΙΣ” (“άκουσε, Δία”), καθώς οι επιγραφές στη Ρόκα από τα βράχια ξεκολλούν, σε κυνηγάνε, σε τρομοκρατούν.
“Όταν γεμίσει η μνήμη” λέει η Emily Dickinson “βάλ’ της καπάκι στεγανό”.
Η φτερούγα του ταξιδιού σπασμένη, τα κομμάτια της μαζεύει και μ’ ακολουθεί. “Το ταξίδι είναι σαν το φως” μου λέει “όταν τελειώνει το ζητάς”. Μνήσθητι, Κύριε της δούλης Σου Φτερούγας…»
Ένα ταξίδι είναι αυτό το βιβλίο, ένα ταξίδι που δεν τέλειωσε, γιατί στην πραγματικότητα κανένα ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ. Το ταξίδι έχει φτερά και τρέχει πάντα ξοπίσω σου.
Πηγή: diastixo.gr
Με τη φτερούγα του ταξιδιού
Τα ημερολόγια της Πούλιας και της Καλαβρίας 1994-2015: Πρόσωπα, μνημεία, γλώσσα, λαϊκός πολιτισμός
Φωτεινή Καϊμάκη