Διονύσιος Σκλήρης
Ὁ ἄπειρος Θεός εἶναι ἀδύνατον νά ὁριστεῖ, ὅμως γιά τό πῶς μᾶς ἀποκαλύφθηκε στό συμβάν τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε μιά ἔκφραση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη πού ἐκφράζει συμπεριληπτικά τήν ἐμπειρία Του: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάννου 4,16). Εἶναι σημαντικό νά θυμόμαστε τήν ἁπλή αὐτή ἀλήθεια, γιατί «καί τή θεολογία μας τή φορτώσαμε μέ τόσες μουσικές πού σιγά-σιγά βουλιάζει», γιά νά παραφράσουμε τόν ποιητή. Μποροῦμε πίσω ἀπό τούς βαρύτιμους μεταφυσικούς ὅρους μέ τούς ὁποίους ἔχουμε ντύσει τόν Θεό νά ξαναβροῦμε τήν ἁπλή δύναμη τῆς ἀγάπης Του; Θά ἦταν ἕνα ἐγχείρημα ἀπο-ειδωλοποίησης νά ἀποφεύγουμε νά προσκυνοῦμε τή βαρύτητα σχημάτων πού μᾶς ἐγκλείουν σέ ἐν τέλει ἐξουσιαστικούς αὐτοδοξασμούς τοῦ κτιστοῦ, πού ἀντικαθιστᾶ δίκην βικαρίου ἤ χαλίφη τόν ζώντα Θεό, γιά νά ψελλίσουμε ξανά μέσα ἀπό μιά ἀνα-νηπίευση τήν ἀμεσότητα τῆς ἀγάπης. Σέ αὐτό τό σημείωμα θά προσπαθήσουμε νά ἐξετάσουμε ὅρους τῆς πατερικῆς καί συνοδικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἀπεγκλωβίζοντάς τους ἀπό μιά ἀφηρημένη μεταφυσική, ἡ ὁποία, ἄν θεωρεῖται ὡς γενικευμένη, ἐφαρμόζει τίς ἴδιες κατηγορίες γιά τόν Θεό καί γιά τά κτίσματα, ἀποτελώντας ἐντέλει μιά θεολογική μορφή εἰδωλολατρίας. Τό ἐγχείρημα αὐτό ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καί ἕναν διάλογο μέ ἄλλες παραδόσεις, καθώς ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ στήν ἁπλότητα τῆς ἀγάπης Του σημαίνει μιά ὑπαρξιακή ἐπανερμηνεία ὅρων, ὥστε αὐτοί νά μήν εἶναι ἀπολιθωμένα ἰδεολογικά «λάβαρα» ἐπιμέρους παραδόσεων, ἀλλά παραπομπές ἀκριβῶς στήν καθολικότητα τῆς ἀγάπης. Θά δοῦμε, ἐπίσης, ὁρισμένες συνέπειες γιά τό τί σημαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Πρόσωπο καί φύση: Οἱ δύο διαστάσεις τῆς ἀγάπης
Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ὁ Θεός κατανοεῖται μέσα ἀπό τους ὅρους οὐσία-φύση, πρόσωπο-ὑπόσταση καί ἐνέργειες. Πρόκειται γιά ὅρους πού ἔχουν ἀντληθεῖ ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἀλλά ἐπανερμηνευθεῖ καί ἀνανοηματοδοτηθεῖ ἀπό τήν πατερική καί συνοδική παράδοση. Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιοῦνται ὡς εἴδωλα σάν νά πρόκειται γιά τρεῖς «τομεῖς» τοῦ Θεοῦ ἤ ὡς λάβαρα σάν νά πρόκειται γιά μιά προνομιακή πρόσβαση πού ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία στήν ἀλήθεια Του. Μποροῦμε νά δοῦμε τούς ἴδιους αὐτούς ὅρους ὡς μιά προσπάθεια νά ἀποδοθεῖ ἡ ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός; Ἡ καίρια ἀφετηρία εἶναι οἱ ὅροι αὐτοί νά μή μετατραποῦν σέ μιά ἀφηρημένη μεταφυσική, πού θά ἦταν ἑνιαία γιά τόν ἄκτιστο Θεό καί τόν κτιστό κόσμο, ἀλλά γιά νά καταστήσουν ἐναργή τόν «ὁρισμό» τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Ὁ βασικός χαρακτήρας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ, εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη προϋποθέτει τήν ἐλευθερία. Ἡ σχέση μεταξύ ἀγάπης καί ἐλευθερίας δέν εἶναι συμμετρική. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν ἐλευθερία. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀγάπη χωρίς ἐλευθερία, καθώς μιά ἀνελεύθερη ἀγάπη ἁπλά δέν εἶναι ἀγάπη. Ἀντιθέτως, ἐλευθερία χωρίς ἀγάπη θά μποροῦσε νά ὑπάρξει. Στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο αὐτή ἡ ἀγάπη σημαίνει τήν ἀνάσταση. Ὁ πυρήνας τῆς ἀποκάλυψης πού εἶναι, λοιπόν, ἰδιάζουσα στόν Χριστιανισμό εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη στήν ἴδια Του τήν ὕπαρξη καί ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη στή σχέση Του μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο σημαίνει τήν ἀνάσταση.
Ἄν τώρα χρησιμοποιήσουμε, μέ πατερικό φρόνημα, τούς ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας γιά νά ἀποδώσουμε στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε τά ἀκόλουθα: Ἡ ἀγάπη σημαίνει ὁπωσδήποτε ἕναν συνδυασμό ἑτερότητας καί ἑνότητας. Ἄν ὑπάρχει ἑνότητα χωρίς ἑτερότητα δέν ἔχουμε ἀγάπη, ἀλλά ἀφομοίωση (κάτι τέτοιο βλέπουμε λ.χ. στόν Νεοπλατωνισμό, ὅπου τό ἰδανικό εἶναι ἡ ἅπλωση στό Ἕν, ἡ ἕνωση, χωρίς ἡ ἑτερότητα νά ἔχει τόν τελευταῖο λόγο). Ἄν ἔχουμε ἑτερότητα χωρίς ἑνότητα, τότε δέν ἔχουμε ἀγάπη, ἀλλά ἀνεξαρτησία. Αὐτό πού εἶναι σημαντικό εἶναι νά ἀποδώσουμε τήν ἀγάπη ‒ἀλλά καί τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία προϋποτίθεται στήν ἀγάπη‒, στόν σύνολο Θεό καί νά μήν εἰδωλοποιήσουμε κάποια ἐπιμέρους διάσταση, ἡ ὁποία θεωρεῖται σέ Αὐτόν. Ἡ μοναδική ἀπολυτοποίηση πού ἀξίζει νά γίνει εἶναι ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀγάπης, γιατί αὐτό εἶναι πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ ὡς ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτόν τόν χαρακτήρα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης εἶναι σημαντικό νά τόν ἀποδώσουμε στό σύνολο τοῦ Θεοῦ καί ὄχι σέ ἕνα ὑποτιθέμενο μέρος Του, θεωρούμενο ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τί θά σήμαιναν οἱ ὅροι τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, ὅταν ἐφαρμόζονται στόν Θεό γιά νά ἀποδώσουν ὅτι εἶναι ἀγάπη; Ὁ ὅρος πρόσωπο/ὑπόσταση σημαίνει τήν ἑτερότητα καί ὁ ὅρος φύση/οὐσία σημαίνει τήν ἑνότητα. Γιά τήν ἀκρίβεια, χρειάζεται νά προσθέσουμε ὅτι τήν ἑνότητα τήν δηλώνει ὄχι ἁπλῶς ὁ ὅρος φύση/οὐσία, ἀλλά εἰδικά ὁ ὅρος ὁμοούσιον, πού δηλώνει τό ἀπόλυτο μοίρασμα τῆς ἴδιας οὐσίας ἀπό τά πρόσωπα καί ὄχι μιά ἀφηρημένη ὁμοιότητα οὐσίας, τήν ὁποία μπορεῖ νά ἔχουν ἀποκομμένα μεταξύ τους ἄτομα ἤ στήν ὁποία μπορεῖ νά ὑπάγονται κατ’ ἀνάγκη συμπτωματικές περιπτώσεις μιᾶς οὐσίας, ὅπως μπορεῖ νά συμβαίνει στήν κτιστή φύση.
Τό πρόσωπο καί ἡ φύση εἶναι, λοιπόν, κατά τήν πατερική διαίσθηση, οἱ δύο διαστάσεις τῆς ἀγάπης πού εἶναι ὁ Θεός, χωρίς νά ὑπάρχει ὀντολογική προτεραιότητα τοῦ ἑνός ἐπί τοῦ ἄλλου. Ἡ ὀντολογική προτεραιότητα τῆς οὐσίας ἐπί τοῦ προσώπου μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ οὐσιοκρατία ἤ οὐσιανισμός καί ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο σκέψης κυρίαρχο στή δυτική Θεολογία. Μιά ὀντολογική προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς οὐσίας θά ὁδηγοῦσε σέ μιά προσωποκρατία, ἡ ὁποία δέν θά ἦταν παρά μιά ἀντίδραση στήν οὐσιοκρατία, πάλι μᾶλλον στό πλαίσιο τῆς δυτικῆς σκέψης, καθώς τό ἕνα ἄκρο (προσωποκρατία) θά ἐρχόταν νά διορθώσει δῆθεν τήν ὑπερβολή ἑνός ἄλλου ἄκρου (οὐσιοκρατία). Τό ὅτι δέν ὑπάρχει ὀντολογική προτεραιότητα τῆς μιᾶς διάστασης ἔναντι τῆς ἄλλης φαίνεται ἀπό τή μᾶλλον συνεπή πατερική ἐπιμονή νά ἀποδίδεται ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τόσο στή μία ὑπόσταση τοῦ Πατρός πού εἶναι τό ἕνα προσωπικό αἴτιο τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ὅσο καί στό ὁμοούσιο, δηλαδή στό γεγονός ὅτι τά τρία πρόσωπα μοιράζονται ἀπολύτως τήν ἴδια οὐσία*.
Διαβάστε τη συνέχεια στα ΑΝΘΙΒΟΛΑ, τεύχος 3