Icon of Pentecost (18th c., Russia. Priv.coll.).jpg
ΠΗΓΗ: https://bit.ly/3xHrZf6
π. Βασίλειος Αργυριάδης
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αρχίζει και τελειώνει με δύο δημόσιες διακηρύξεις του Χριστού. Στην αρχή: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Και στο τέλος: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ, οὐ μὴ περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφωνούνται αυτά τα λόγια.
Τις χαρακτηρίσαμε «δημόσιες διακηρύξεις». Πράγματι, τουλάχιστον στην πρώτη εξ αυτών, «εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε, λέγων…», μάς λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, τονίζοντας τον διακηρυκτικό χαρακτήρα των λόγων Του. Συνέβη καταμεσής στον ναό, την πιο λαμπρή μέρα της γιορτής της Σκηνοπηγίας («ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς»). Η γιορτή της Σκηνοπηγίας κρατούσε μια εβδομάδα. Είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά απ’ ό,τι μάς πληροφορούν οι ειδικοί μελετητές. Το πρώτο ήταν ότι γίνονταν σπονδές ραντισμού του θυσιαστηρίου με αγίασμα από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ (το έφερνε εν πομπή ένας ιερέας). Το δεύτερο ήταν ότι έμεναν αναμμένα σ’ όλο του εορταστικό επταήμερο τέσσερα χρυσά καντηλέρια στην «Αυλή των Γυναικών» του Ναού. Νερό και φως λοιπόν, δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της γιορτής. Κι ο Χριστός διακηρύττει δημόσια, στο αποκορύφωμα της γιορτής, πως αυτός ο Ίδιος είναι το περιεχόμενό της, η βαθύτερη ουσία και η υπέρβασή της. Δεν είναι πια οι τελετουργίες ο δρόμος ή ο τρόπος, είναι ο Ίδιος: Ξεδιψά, όποιος αναζητά το νερό σ’ Αυτόν. Διαλύει τα σκοτάδια του, όποιος γυρεύει φως κοντά Του.
«Καθὼς εἶπεν ἡ γραφή…», αναφέρει ο Χριστός, μιλώντας για τους ποταμούς του ζώντος ύδατος που θα ρεύσουν «ἐκ τῆς κοιλίας» του ανθρώπου που πιστεύει στον Ίδιο. Σε ποιο λόγο της Γραφής αναφέρεται; Οι μελετητές της ΚΔ και πάλι μάς πληροφορούν ότι δεν αναφέρεται μάλλον σε κάποιο λόγιο της Βίβλου, αλλά σε μια εικόνα: στην εικόνα του νερού που έτρεξε από την κοιλιά του βράχου, προκειμένου να ξεδιψάσει ο λαός του Θεού στην έρημο. Από κάτι τόσο σκληρό και απαράκλητο όσο η πέτρα, έτρεξε νερό. Κι από την κοιλιά των πέτρινων ανθρώπων, ποταμοί ολόκληροι θα αναβλύσουν με την πίστη.
Ανάμεσα στις δύο αυτές φράσεις του Ιησού στην αρχή και το τέλος της περικοπής, ένα σωρό λόγια μεσολαβούν, λόγια και έργα του κόσμου. Ο όχλος και οι Φαρισαίοι, ο Νικόδημος και οι «ὑπηρέται» που στάλθηκαν για να συλλάβουν τον Ιησού. Άλλοι μιλούσαν υπέρ Του, άλλοι κατά. Ο όχλος ήταν σε σύγχυση. Ο Νικόδημος, μια φωνή που την πνίγουν οι πολλές. Οι «ὑπηρέται» μπερδεμένοι — άλλα στέλνονται να πράξουν κι άλλα πράττουν. Οι Φαρισαίοι οργισμένοι. Αποτέλεσμα κανένα: «ἐπορεύθη ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Καθολική σύγχυση, οργή και δυσαρμονία, τίποτα δεν οδηγεί πουθενά. Αν θελήσει κανείς να τα δει όλα αυτά από μακριά, θα καταλάβει πως ο Ιωάννης μάς δίνει μια εικόνα του κόσμου μας, μια εικόνα γεμάτη πέτρες και σκοτάδια, σκληροκαρδία και τυφλότητα. Σ’ αυτά τα σκοτάδια έρχεται ο Χριστός να γίνει φως. Αυτές τις πέτρες έρχεται να στίψει για να τρέξουν από μέσα τους νερά — «ἀφελῶ τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς ὑμῶν…» (Ιεζεκ. 36,26).
Γιατί τα διαβάζουμε όλα αυτά σήμερα, ανήμερα Πεντηκοστής; Ο ευαγγελιστής Ιωάννης το απαντά ξεκάθαρα: «τοῦτο δὲ εἶπε [τον λόγο για τους ποταμούς εκ της κοιλίας] περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον…». Τα λόγια για τους ποταμούς απ’ την πέτρα και το φως καταπάνω στα σκοτάδια, αφορούν σ’ αυτό που σήμερα γιορτάζουμε. Κι αυτό που γιορτάζουμε, το γνωρίζουμε όλοι. Το ξανακούσαμε εξάλλου στο αποστολικό ανάγνωσμα: μια βουή από τον ουρανό συνεπήρε τον «οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» οι Απόστολοι «ὁμοθυμαδόν», κι έλαβαν όλοι μαζί (κι ο καθένας χωριστά) το Πνεύμα το Άγιο (Πραξ. 2,1-4).
Αλήθεια, έχουμε αναλογιστεί ποιοι ήταν αυτοί που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα; Ήταν οι μαθητές Του, ήταν εκείνοι που έζησαν κοντά Του τρία χρόνια σχεδόν. Πήγαιναν όπου πήγαινε, ζούσαν νυχθημερόν μαζί Του. Τον είδαν να θαυματουργεί. Ήξεραν και δεν ήξεραν ποιος είναι. Μάλλον μπερδεμένοι ήταν. Τον ήθελαν Μεσσία, αλλά ίσως όχι έτσι. Τους έλεγε πως δεν έχει που να γείρει το κεφάλι (Λουκ. 9,58) κι εκείνοι του ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες (Μαρκ. 10,37). Τους ζητούσε πίστη κι αυτοί αποτύγχαναν — «Ως πότε θα σας ανέχομαι;» (Ματθ. 17,17). Όταν θέλησε να αγρυπνήσουν μαζί Του, αυτοί παραδόθηκαν στον ύπνο. Στο τέλος, κάποιος Τον αρνήθηκε. Άλλος Τον πρόδωσε. Όλοι Τον εγκατέλειψαν στα χέρια των δημίων Του. Στον σταυρό Του ήταν άφαντοι, κρυμμένοι σε κάποιο υπερώο, φοβισμένοι. Τώρα είχαν στην καρδιά τους απορία και φόβο˙ και ελπίδα — τόση όση επιτρέπει η απορία κι ο φόβος. Σύγχυση και μπέρδεμα και κάποια πίστη και κάποια προσδοκία. Άνθρωποι του κόσμου μας κι αυτοί, γεμάτοι πέτρες και σκοτάδια κι ένα σκίρτημα σαν πίστη. Κι αίφνης: μια βουή από τον ουρανό στίβει τις πέτρες και τις κάνει ποτάμια, γίνεται φως κι όλα πλέον καταυγάζονται.
Στην εικόνα του κόσμου που ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας παρουσιάζει σήμερα, με όλους εκείνους τους Φαρισαίους, τους υπηρέτες, τους όχλους και τον Νικόδημο, πρέπει εμείς να δούμε τις πέτρες και τα σκοτάδια αυτού του κόσμου. Κι ο Χριστός υπόσχεται να διαλύσει τα σκοτάδια και να κάνει τις πέτρες να γεννήσουν «ὑδωρ ζῶν». Για ποιον; Για κείνον που πιστεύει. Τους μαθητές λίγο πριν την Πεντηκοστή δεν πρέπει να τους δούμε ξέχωρα από τις πέτρες και τα σκοτάδια. Μα ούτε κι ορφανούς από κάθε πίστη. Κι έρχεται η βουή κι από το δικό τους «ὁμοθυμαδόν», γεννά την Εκκλησία˙ από τη δική τους πίστη, γεννά την Πίστη. Ο Χριστός ζητά πίστη από τις πέτρες και τα σκοτάδια — όση πίστη μπορεί να γεννηθεί μέσα εκεί. Μα το Άγιο Πνεύμα επιδαψιλεύει στην πίστη ό,τι της λείπει για να γίνει Πίστη: να κάνει τις πέτρες ποταμούς και τα σκοτάδια φως.
Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία και για μας σήμερα. Διότι και οι σημερινοί χριστιανοί βλέπουμε συχνά τον εαυτό μας να χάνει την ελπίδα. Μέσα μας και έξω μας συναντάμε παντού πέτρες και σκοτάδια. Κι η χριστιανική μας συνείδηση είναι γεμάτη από έναν στρεβλό μαξιμαλισμό: λογίζουμε για χρέος μας μια πίστη που από μόνη της θα κάνει τα πάντα, θα γιατρεύει τις πληγές μας, θα πολλαπλασιάζει τη θέληση, θα αγνίζει τους λογισμούς — «πού είναι η πίστη σου;», λέμε απερίσκεπτα σ’ όποιον βλέπουμε να χάνει το κουράγιο του. Κι επειδή πορευόμαστε διαρκώς γεμάτοι πόνο και πληγές, με θέληση ξέπνοη και λογισμούς φτηνούς, χάνουμε την ελπίδα μας και γεμίζουμε απογοήτευση. Ο κόσμος μας βυθισμένος στη «σκοτία» κι η καρδιά μας «λίθινη». Μα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως ο Χριστός έγινε φως και «ὑδωρ ζῶν» γι’ αυτό τον κόσμο, όσες πέτρες και σκοτάδια κι αν υπάρχουν σ’ αυτόν (μέσα μας και έξω μας). Κι ακόμα κι αυτό που μας ζήτησε —την πίστη— ανέλαβε και πάλι Εκείνος να τη στηρίξει: έστειλε το Πνεύμα το Άγιο να την πάρει και να την κάνει Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία, που το Άγιο Πνεύμα γέννησε κατά την Πεντηκοστή, η πίστη γίνεται Πίστη και η ζωή, Ζωή. Από τις πέτρες κυλάνε ποτάμια και τα σκοτάδια γίνονται φως — «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρεία οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς» (Αποκ. 22,5). Η συναίσθηση της δικής μας ανεπάρκειας δεν είναι πια αφορμή απελπισίας. Δεν χρειάζεται να είμαστε επαρκείς. Χρειάζεται να είμαστε εκεί, «ὁμοθυμαδόν», όλοι μαζί σαν ένα, προσκομίζοντας καθένας τα ασθενή και τα ελλείποντά του, και μαζί όποια πίστη γεννιέται μέσα από τέτοια υλικά… Προπαντώς με καρτερία! Καρτερία για μια βουή που σκίζει πέτρες και σκοτάδια.